Αποσύνθεση των γενών, κράτος, δουλοκτησία
Η μετάβαση από το σύστημα των πατριαρχικών γενών στη δουλοκτησία προϋπέθετε τη συγκρότηση των πρώτων τάξεων και του κράτους, του συνόλου δηλαδή των θεσμών (δικαστήρια, νομοθέτες, διοίκηση, σώματα επιβολής της τάξης) που αποξενώνονταν από την πλειοψηφία του πληθυσμού και επέβαλαν με τη βία τη διατήρηση της ευημερίας της άρχουσας τάξης.
Βαθμιαία, στους αιώνες που ακολούθησαν από τον 11ο έως τον 8ο αιώνα πριν τη χρονολογία μας, οι συνεχείς μετακινήσεις των γενών διαφορετικών φύλων (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς, Αχαιοί) προς εύρεση γονιμότερης γης στον ελλαδικό χώρο και στη Μικρά Ασία, καθώς και οι αναμεταξύ τους συγκρούσεις, οδήγησαν στην αποσύνθεση των γενών και της πρωτόγονης κοινοκτημοσύνης της γης. Η γη άρχισε να κατακερματίζεται σε μικρότερες και μεγαλύτερες ιδιοκτησίες. Από τα ισχυρά γένη, ή τις ισχυρότερες πατριαρχικές οικογένειες των γενών προήλθε η τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων και απ’ τις υπόλοιπες οικογένειες ο υπόλοιπος πληθυσμός που ήταν αγρότες με μικρές ιδιοκτησίες, μικροπαραγωγοί χειροτέχνες ή και ακτήμονες, ενοικιαστές γης. Τη βάση της ταξικής πυραμίδας της αποτελούσαν οι πολυάριθμοι δούλοι που πλέον σε αντίθεση με τους δούλους των πατριαρχικών γενών, που ως έναν βαθμό απολάμβαναν την προστασία των ισχυρών πατριαρχικών οικογενειών, μετατρέπονταν σε δυστυχισμένα πλάσματα, βίαια ξεριζωμένα από τις οικογένειες τους, με συνθήκες διαβίωσης όμοιες ή χειρότερες από τα ζώα, που περιόριζαν αισθητά τον χρονικό ορίζοντα επιβίωσής τους. Οι αιώνες αυτοί περιγράφονται ως «σκοτεινοί αιώνες» γιατί ο καταμερισμός της εργασίας του μυκηναϊκού πολιτισμού που είχε αναπτυχθεί νωρίτερα στις ακροπόλεις των ανακτόρων, αποτυπωμένος στην αναπτυγμένη κεραμική, στις τοιχογραφίες και στην ύπαρξη γραφής εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση του σε απλά κεραμικά με γεωμετρικά σύμβολα.
Στην αρχαϊκή περίοδο (8ος έως 6ος αιώνας πριν τη χρονολογία μας) εμφανίζονται οι πρώτες πόλεις-κράτη που περιστοιχίζονταν από τείχη. Οι πόλεις-κράτη κατέκλυζαν τον ελλαδικό χώρο καθώς και τμήμα της Μεσογείου από τον Εύξεινο Πόντο και την Μικρά Ασία μέχρι τη Κάτω Ιταλία και παράλια της νότιας Γαλλίας σε ένα κύμα οργανωμένου αποικισμού από τις πόλεις-κράτη του ελλαδικού χώρου. Ο πληθυσμός αυτών των πόλεων-κρατών προέκυψε στους «σκοτεινούς αιώνες» είτε από συμμαχίες φυλών που μιλούσαν κοινές διαλέκτους, είτε από την υποδούλωση φύλων στα φύλα που υπερίσχυσαν στην μετακίνηση των «σκοτεινών αιώνων». Κατά την κάθοδο τους στην Πελοπόννησο στο τέλος του δωδέκατου αιώνα οι Δωριείς υπέταξαν τμήμα των Αχαιών, μετατρέποντάς τους σε δούλους και ανάγκασαν άλλους Αχαιούς να μετακινηθούν στη Μικρά Ασία. Έτσι προέκυψε η αρχαία πόλη της Σπάρτης. Την ίδια περίοδο τα φύλα των Ιώνων που ζούσαν στην Εύβοια ή την Πελοπόννησο μετακινήθηκαν προς την Μικρά Ασία και την Αθήνα, όπου οι Αχαιοί μάλλον διατήρησαν την ισχύ τους έναντι των εισβολέων Δωριέων. Η ακρόπολη των Αθηνών χτίστηκε στη θέση που κάποτε δέσποζε μυκηναϊκό ανάκτορο. Η αττική διάλεκτος που προέκυψε στην αρχαία Αθήνα εμφανιζόταν ως εξέλιξη της ιωνικής διαλέκτου. Δεν υπάρχουν ντοκουμέντα για την ίδρυση των πόλεων-κρατών, παρά μόνο οι προφορικοί μύθοι που καταγράφηκαν πολύ αργότερα είτε για τον μυθικό νομοθέτη της Σπάρτης Λυκούργο, είτε για τον μυθικό βασιλιά Θησέα ιδρυτή της πόλης της Αθήνας που συνένωσε τους δήμους σε μια πόλη. Οι δήμοι, όπως είδαμε, νωρίτερα στους Μυκηναίους ήταν οι κοινότητες των γενών. Ο Θησέας υποτίθεται έθεσε το πρώτο σύνταγμα στο οποίο αποτυπώνεται για πρώτη φορά η ταξική διαστρωμάτωση της πόλης.
Πλέον η ατομική ιδιοκτησία στη γη ήταν γεγονός. Στη μετάβαση προς την δουλοκτησία η γυναίκα έχασε κάθε δικαίωμα. Ο υποβιβασμός της ήταν ο χειρότερος στην ιστορία της ανθρωπότητας και η υποταγή της πλήρης στον σύζυγό της που την αξιοποιούσε προκειμένου να μεταβιβάσει την ιδιοκτησία του στους απογόνους του. Το νοικοκυριό πλέον από δημόσια υπόθεση έγινε ατομική υπόθεση της γυναίκας και έχασε την αίγλη της δημόσιας σφαίρας.
Παράλληλα με την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη, άρχισε να εμφανίζεται η τοκογλυφία από τα ανώτερα στρώματα των γαιοκτημόνων. Οι φτωχοί αγρότες χρειάζονταν δάνεια για να αυξήσουν τη γη τους και τις καλλιέργειές τους. Έθεταν ως υποθήκη τον εαυτό τους ή τα παιδιά τους. Οι φτωχότεροι οφειλέτες, καταχρεωμένοι γίνονταν στη χειρότερη δούλοι, στην καλύτερη ενοικιαστές της γης τους που είχε πλέον μεταβιβαστεί στον τοκογλύφο, για να ξεχρεώσουν. Στο καθεστώς των γενών όλοι κατανάλωναν τον κόπο της εργασίας τους. Το γένος τους προστάτευε. Τώρα η εμπορευματική παραγωγή αποξένωνε τον παραγωγό από την κόπο της εργασίας του. Το χρήμα με όλες του τις ιδιότητες κινούσε τα νήματα και διέλυε το εθιμικό δίκαιο των γενών. Οι διαδοχικές συνταγματικές ρυθμίσεις των πόλεων-κρατών αποτύπωναν μια νέα ταξική διαστρωμάτωση κι όριζαν ένα νέο δίκαιο για την χαλιναγώγηση των αντιθέσεων. Πλέον οι ελεύθεροι πολίτες συσχετίζονταν αποκλειστικά με τον τόπο διαμονής τους εντός της πόλης και όχι με κάποια συγγένεια γένους. Έτσι ξεχώριζαν όσοι ήθελαν να ζήσουν στην πόλη ως χειροτέχνες ή έμποροι όπως οι μέτοικοι στην αρχαία Αθήνα και οι περίοικοι στην αρχαία Σπάρτη, που δεν ανήκαν στον ντόπιο πληθυσμό. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην αριστοκρατία και τους φτωχούς αγρότες στην αρχαία Αθήνα οδήγησαν στον καιρό του Σόλωνα στη Σεισάχθεια (~594 πριν τη χρονολογία μας). Μεγάλο χρέος σβήστηκε και σταμάτησε η υποδούλωση από χρέη, πράγμα που κατά τον Ένγκελς[1] υποδήλωνε τη μεσολάβηση επαναστατικών γεγονότων γιατί τα μέτρα αυτά σηματοδοτούσαν την απαλλοτρίωση τμήματος της ιδιοκτησίας των μεγάλων γαιοκτημόνων προς όφελος των φτωχών αγροτών.
Τόσο η Δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα όσο και η Ρεπούμπλικα στην αρχαία Ρώμη ως μορφές διοίκησης του κράτους προέκυψαν ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης ανάμεσα στην άρχουσα τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων και τις κατώτερες τάξεις των ελεύθερων ιδιοκτητών γης. Ο στρατός των πόλεων συγκροτείτο από τους ελεύθερους ιδιοκτήτες γης και οι ιππείς καθώς οι στρατιωτικοί διοικητές από την ανώτερη τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων, επειδή μόνο ο ιδιοκτήτης γης μπορούσε να έχει το απαραίτητο εισόδημα για να εξασφαλίσει και να συντηρεί την πανοπλία και τα όπλα του. Η συνοχή αυτή, επέτρεπε την υποδούλωση άλλων λαών. Οι κατακτήσεις των πόλεων πέραν της επικράτειάς τους, ωθούσε στη συγκρότηση ενός μεγάλου στρατού δούλων για τις οικογένειες των μεγάλων γαιοκτημόνων που δούλευαν στη γη τους και ως υπηρετικό προσωπικό και τη συγκρότηση μεγάλων ιδιωτικών ή δημόσιων εργαστηρίων εξόρυξης και επεξεργασίας μετάλλων που εκμεταλλεύονταν οι διοικήσεις των πόλεων στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο. Κατά την παραπέρα ανάπτυξή της η Ρωμαϊκή Ρεπούμπλικα άρχισε να μισθώνει λεγεωνάριους και το κράτος να χρεώνεται την επιμελητεία, μεταβάλλοντας ριζικά την στρατιωτική διοίκηση και δομή της εποχής.
Στη δουλοκτητική κοινωνία η ανάπτυξη των πόλεων συνοδευόταν με την ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου, την ανάπτυξη της ναυπηγικής και των πρώτων μεγάλων εργαστηρίων στα οποία κυρίως δούλευαν δούλοι. Το στρώμα των εμπόρων και των βιοτεχνών άρχισε να ενισχύεται και να βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνισμό με τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Τα πλεονάσματα του εμπορίου καθώς και η φορολογία των υποτελών κρατιδίων σχημάτιζαν τους πρώτους μεγάλους θησαυρούς στα θησαυροφυλάκια των πόλεων-κρατών που αξιοποιούνταν για δημόσια έργα, ναούς, θέατρα κτλ… Στην κλασική αρχαία Αθήνα (5ος αιώνας πριν τη χρονολογία μας) οι δούλοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους άρρενες ελεύθερους πολίτες (αναλογία περίπου 80.000 δούλοι προς 50.000 ελεύθερους άνδρες) και ο μεγαλύτερος όγκος των προϊόντων καθώς και το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος της άρχουσας τάξης των δουλοκτητών είχε ως πηγή την απλήρωτη εργασία των δούλων. Η εργασία των δούλων που βασιζόταν στο εξαναγκασμό και σε συνθήκες αβίωτες δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγική, ήταν όμως αναπόφευκτη και αναγκαία στη συγκέντρωση και αύξηση της παραγωγής σε τεράστια κλίμακα. Οι δούλοι προσφέραν σχεδόν όλο το προϊόν της εργασίας τους στους ελεύθερους ιδιοκτήτες τους και οι ιδιοκτήτες τους κατέβαλαν ελάχιστες δαπάνες για να τους συντηρούν. Η ισχύς της Αθηναϊκής Δημοκρατίας προερχόταν από τη δουλοκτησία και η ίδια η δουλοκτησία θα συνιστούσε την πηγή της παρακμής της (4ο αιώνα πριν τη χρονολογία μας) γιατί προκάλεσε τεράστιες οικονομικές ανισότητες ανάμεσα στους ελεύθερους μικροϊδιοκτήτες γης και τους ισχυρούς γαιοκτήμονες.
Στην αρχαία Ρώμη, η δουλοκτησία έφτασε στο απόγειό της την περίοδο της Pax Romana, για δυο αιώνες από το 27 πριν τη χρονολογία μας έως το 200. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αγόραζαν δούλους συγκροτώντας μεγάλα λατιφούντια, περιορίζοντας λόγω του ανταγωνισμού την ανάπτυξη των ελεύθερων μικροϊδιοκτητών, εκ των οποίων αρκετοί μετατρέπονταν σε ακτήμονες και είτε κατέληγαν να δουλεύουν στις ιδιοκτησίες των μεγάλων γαιοκτημόνων, καταβάλλοντας ως νοίκι σημαντικό τμήμα της παραγωγής τους (οι λεγόμενοι άποικοι, coloni), είτε να σιτίζονται αποκλειστικά από την πρόνοια του κράτους εντός της πόλης της Ρώμης (οι λεγόμενοι προλετάριοι). Αλλά η διατήρηση της αυτοκρατορίας προϋπέθετε τη διατήρηση και επέκταση της αγροτικής παραγωγής και η δουλοκτησία ήταν πια τιτάνιο εμπόδιο.
Αφενός η επέκταση των λατιφουντίων με νέους δούλους προϋπέθετε νέες κατακτήσεις πληθυσμών και αφετέρου η συνοχή της αυτοκρατορίας προϋπέθετε την παραχώρηση δικαιωμάτων στους ήδη κατακτημένους πληθυσμούς που απειλούσαν με εξεγέρσεις. Το 212 ο αυτοκράτορας Καρακάλλας παραχώρησε την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη για όλους τους ελεύθερους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε χωριστεί σε επαρχίες απ’ τις οποίες αντλούνταν τακτικά η φορολογία της αυτοκρατορίας. Η φορολογία βασιζόταν στον κατακτημένο πληθυσμό που είχε εισόδημα από την ατομική ιδιοκτησία καλλιεργήσιμης γης. Οι απανωτές εξεγέρσεις των δούλων, οι συνεχείς επιδρομές των γερμανικών φύλων από τον βορρά της Ευρώπης, οι δυναστικές πολεμικές συγκρούσεις για τον έλεγχο της αυτοκρατορίας, οδήγησαν σε κατάρρευση της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου, ειδικά στο δυτικό της κομμάτι που στερούνταν από μεγάλες πόλεις, εργαστήρια και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η κεντρική διοίκηση δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τα φορολογικά έσοδα του παρελθόντος και κατέφευγε από την εποχή του Καρακάλλα σε αλλεπάλληλες νοθεύσεις του ασημένιων μεταλλικών νομισμάτων για να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές της επιχειρήσεις. Οι πλουσιότεροι απέσυραν τα παλαιότερα νομίσματα από την κυκλοφορία και έτσι ο πληθωρισμός άρχισε να εκτινάσσεται.
Ο πληθωρισμός ήταν τόσο εκτεταμένος την εποχή του Διοκλητιανού, που για να τον αντιμετωπίσει, επιχείρησε να επιβάλει το διάταγμα των Μεγίστων Τιμών το 301 σε εμπορεύματα και σε μισθούς σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας. Η αυτοκρατορία χρειαζόταν επειγόντως φτηνό στάρι για τον στρατό και τις πόλεις. Το διάταγμα αυτό δεν είχε καμία επιτυχία όσον αφορά την εύρυθμη επαναλειτουργία της οικονομίας γιατί προσέκρουε στον νόμο της αξίας. Επέτρεψε, όμως, την αναγκαία εξασφάλιση εσόδων για τον προϋπολογισμό της παραπαίουσας αυτοκρατορίας μέσα από την επίταξη τμήματος της παραγωγής σε χαμηλές τιμές. Όταν η παραγωγή άρχισε να αποσαθρώνεται, η παραγωγικότητα της εργασίας άρχισε να μειώνεται. Η παραγωγή ενός εμπορεύματος αντιστοιχούσε σε δαπάνη μεγαλύτερης εργασίας, επομένως αυξανόταν η αξία του. Μετά την επιβολή των διοικητικών μέτρων οι ισχυροί εμπορευματοπαραγωγοί στις πόλεις και την ύπαιθρο πουλούσαν μεγάλο τμήμα της παραγωγής τους στη μαύρη αγορά εκτός του ελέγχου της ρωμαϊκής φορολογικής διοίκησης. Οι φτωχοί αγρότες και μικροί χειροτέχνες πλήρωναν το βαρύ τίμημα των μέτρων του Διοκλητιανού. Οι πρώτοι έχαναν τη γη τους, αφού δεν μπορούσαν να σταθούν στις χαμηλές τιμές που τους επέβαλε το κράτος για τα σιτηρά τους και οι δεύτεροι κατέληγαν χωρίς εργαλεία και πηγή εισοδήματος. Οι φτωχοί αγρότες μετατρέπονταν μαζικά σε αποίκους προκειμένου να εργαστούν στη γη των μεγάλων γαιοκτημόνων με τους χειρότερους όρους εκμετάλλευσης. Τους ακολουθούσαν μαζικά οι προλετάριοι της Ρώμης και οι διαλυμένοι χειροτέχνες. Τα επιδόματα είχαν κοπεί. Δεν είχαν κανέναν άλλο τρόπο για να επιζήσουν παρά να δουλέψουν στα κτήματα των ισχυρών γαιοκτημόνων και στα τελευταία οι όροι της της παραγωγής είχαν χειροτερέψει, από την εγκατάλειψη των αρδευτικών έργων, χρόνια πριν, όταν το εμπόριο είχε ήδη καταρρεύσει. Η χειροτεχνική παραγωγή περνούσε στα χέρια συντεχνιών μεγάλων βιοτεχνών. Με ειδικές διατάξεις επί Διοκλητιανού οι άποικοι δένονταν με τη γη των μεγάλων γαιοκτημόνων, προκειμένου να αντληθούν τα απαραίτητα φορολογικά έσοδα για την αυτοκρατορία. Τους απαγορευόταν η μετακίνηση στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες δεν κατέβαλαν κάποιο φόρο. Μετέφεραν την επιβάρυνση εξολοκλήρου στους αποίκους. Αυτές οι διατάξεις ήταν ο πρόδρομος της δουλοπαροικίας.
Η νέα ταξική διαστρωμάτωση που διαμορφώθηκε σε ένα τόσο σύντομο διάστημα περίπου πενήντα ετών δεν ήταν πια αντιστρέψιμη. Οι φτωχότεροι αλυσοδέθηκαν για να επιζήσουν. Ο Μεγάλος Κωνσταντίνος το 332 στέρησε την ελευθερία στους αποίκους να αλλάζουν επάγγελμα ή να παντρεύονται χωρίς την άδεια του μεγάλου γαιοκτήμονα στη γη του οποίου δούλευαν. Όσοι παραβίαζαν τα μέτρα γίνονταν αυτομάτως δούλοι. Η επιβίωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μπορούσε να βασιστεί μόνο στο εμπόριο των μεγάλων πόλεων της ανατολής (π.χ. Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια) που ευημερούσαν ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους. Γι’ αυτό και ο Κωνσταντίνος πήρε την απόφαση να ιδρύσει την Κωνσταντινούπολη το 324 και να μεταφέρει εκεί τη νέα πρωτεύουσα το 330, επιτρέποντας στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, την αυτοκρατορία που σήμερα αποκαλούμε βυζαντινή, να επιζήσει άλλα 1000 χρόνια. Η παλιά Ρώμη ήταν καταδικασμένη σε κατάρρευση όταν ο Φλάβιος Ονώριος, αυτοκράτορας της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έθεσε το 393 τον τελευταίο πάσσαλο στην υποδούλωση των άλλοτε ελεύθερων πολιτών της Ρώμης, μετατρέποντάς τους αποίκους σε «σκλάβους της γης». Οι άλλοτε ατρόμητοι Ρωμαίοι που είχαν καθυποτάξει τους βάρβαρους, τώρα τους εκλιπαρούσαν να τους κατακτήσουν για να τους απελευθερώσουν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου