Σημείωμα 5- Yπολογισμός Πάγιου Κεφαλαίου στη βιομηχανία στην εξαρτημένη Ελλάδα
To πάγιο κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο που επενδύει ο καπιταλιστής σε εξοπλισμό, μηχανές, κτήρια και η απόσβεσή του κρατάει πάνω από δεκαετία. Παραθέτουμε ένα απλοποιημένο παράδειγμα προς κατανόηση των όρων υπολογισμού του, υπολογίζοντας το πάγιο κεφάλαιο που σχηματίστηκε σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας από το 2000 έως το 2020, συγκεκριμένα σε ορυχεία, λατομεία, μεταποίηση, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού, κλιματισμού και νερού, επεξεργασίας λυμάτων. Στους συγκεκριμένους κλάδους της βιομηχανίας που θα εξετάσουμε εμείς, οι μισθωτοί ήταν το 2021 306.449 (μεταποίηση), 5.045 (ορυχεία, λατομεία), 21.707 (παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κτλ…), 14.460 (παροχή νερού, επεξεργασία λυμάτων), σύνολο 347.661.
Το πάγιο κεφάλαιο υπολογίζεται με τη βοήθεια της μεθόδου διαρκούς απογραφής (Perpetual Inventory Method). Κάθε χρόνο t η ετήσια ποσότητα επενδύσεων στο τμήμα βιομηχανία στη χώρα είναι Ιt. Το Ιt προκύπτει από την μελέτη του Gross fixed capital formation (ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, ή ορθότερα των ετήσιων επενδύσεων σε στοιχεία πάγιου κεφαλαίου, (η πηγή είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, βλέπε Σχήμα 17) και του ποσοστού που προορίζεται για επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και άλλων εξαρτημάτων που αποσβένονται μακροχρόνια στη βιομηχανική παραγωγή. Η ΕΛΣΤΑΤ παραθέτει τον Πίνακα 6.
Όπως βλέπουμε στον Πίνακα 6 η πρώτη γραμμή είναι το σύνολο των ετήσιων επενδύσεων σε στοιχεία πάγιου κεφαλαίου που παρατίθεται και από την Παγκόσμια Τράπεζα. Τα ποσά αυτά επενδύσεων προορίζονται για αγορές εξοπλισμού, πρώτων υλών, αλλά και για κατοικίες ιδιωτών. Σημαντικό τμήμα των επενδύσεων μηχανολογικού εξοπλισμού και εξοπλισμού μεταφορών δεν παράγεται στην εξαρτημένη Ελλάδα, εισάγεται από το εξωτερικό και δη από χώρες του μονοπωλιακού καπιταλισμού της βόρειας Ευρώπης.
Τέλος στις ετήσιες επενδύσεις περιλαμβάνονται και τα Royalties ή πλέον σήμερα κωδικοποιημένα στη λιγότερo δυσάρεστη φράση: πνευματική ιδιοκτησία (Intellectual Property). Όπως όταν αγοράζεις ένα λογισμικό πρέπει να πληρώνεις για συντήρηση, έτσι και κατά την αγορά μηχανών οι έλληνες βιομήχανοι καταβάλλουν πληρωμές για τη χρήση των μηχανών και των νέων τεχνολογιών που αγοράζουν, που σχεδόν όλες είναι συνδεδεμένες με πατέντες και διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Τα Royalties είναι σημαντικό πλεονέκτημα που διαθέτουν τα μονοπώλια έναντι των ανταγωνιστών τους και σημαντική πηγή έξτρα κέρδους.
Σχήμα 17. Ετήσιες επενδύσεις σε στοιχεία πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα, σε δισεκατομμύρια δολάρια σε ονομαστικές τιμές. Πηγή Παγκόσμια Τράπεζα. H συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου, ήταν 1 προς 1,47 το 2008. Το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο με αυτό που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ σε ευρώ.
Σχήμα 18. Eμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας σε δισεκατομμύρια δολάρια σε ονοματικές τιμές. Η χαμηλότερη τιμή είναι -64.9 δισεκατομμύρια δολάρια Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα. Παρατηρούμε ότι είναι η αντίστροφη εικόνα των ετήσιων επενδύσεων σε στοιχεία πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα, όπως αυτά παρατίθενται στο Σχήμα 17.
Σε σημαντικό βαθμό το σημαντικό εμπορικό έλλειμμα που εμφάνιζαν οι εξαρτημένες χώρες της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ): Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, πριν την διεθνή οικονομική κρίση του 2009, και συνεχίζουν να εμφανίζουν και σήμερα, εξαρτιόταν και εξαρτιέται απ’ αυτές τις εισαγωγές για επενδύσεις τόσο σε παραγωγικούς, αλλά και σε μη παραγωγικούς τομείς, πλάι στα βιομηχανικά εμπορεύματα που αγοράζονται από το εξωτερικό για να μεταπουληθούν από χοντρεμπόρους-μεσάζοντες στην εσωτερική τους αγορά.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το σύνολο των εισαγωγών στους βιομηχανικούς κλάδους που εξετάζουμε ήταν το 2016 το 43,5% της συνολικής αξίας των εισαγωγών. Σημαντικό τμήμα αυτών των εισαγωγών πέρα από από πρώτες και βοηθητικές ύλες είναι μηχανολογικός εξοπλισμός. Το χονδρεμπόριο και το λιανεμπόριο μαζί ευθύνονται για το 57,2% της συνολικής αξίας των εισαγωγών και σε αυτόν τον τομέα το σημαντικότερο κομμάτι των εισαγωγών είναι βιομηχανικά εμπορεύματα που μεταπωλούνται στην εσωτερική αγορά της Ελλάδας.
Σχήμα 19. Επιμερισμός των εισαγωγών σε βασικούς τομείς της οικονομίας. Στη μπλε μπάρα αναγράφεται το ποσοστό των επιχειρήσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων που εισάγουν, και στη δεξιά μπάρα το ποσοστό των εισαγωγών στη συνολική αξία των εισαγωγών.
Πίνακας 7. Επενδύσεις σε στοιχεία του πάγιου κεφαλαίου το 2000 σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας
Στον Πίνακα 7 βλέπουμε τον επιμερισμό των ετήσιων επενδύσεων σε στοιχεία πάγιου κεφαλαίου σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Εμείς θα διερευνήσουμε τον σχηματισμό του πάγιου κεφαλαίου σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας: σε ορυχεία, λατομεία, μεταποίηση, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού, κλιματισμού και νερού, επεξεργασίας λυμάτων. Ο κλάδος αυτός απορροφά περίπου το 11% των ετήσιων επενδύσεων. Παρατηρούμε ότι οι επενδύσεις στο Real Estate (διαχείριση ακίνητης περιουσίας) ήταν τριπλάσιες απ’ αυτές της βιομηχανίας το 2000. Αυτό το μοτίβο συνεχίζεται και τα επόμενα χρόνια και είναι ενδεικτικό του έντονου παρασιτικού χαρακτήρα τμήματος της αστικής τάξης της χώρας που ζει από υπεργολαβίες σε δημόσια έργα και υποδομές και μαζικές επενδύσεις σε οικόπεδα και οικοδομές στον αστικό ιστό. Ο παρασιτισμός στην αγοραπωλησία γης δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλισμού. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες εμφανίζουν έντονα και χειρότερα χαρακτηριστικά σε απόλυτα μεγέθη. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παρασιτισμού μιας εξαρτημένης χώρας σαν την Ελλάδα, είναι ότι σημαντικό τμήμα του συνόλου των επενδύσεων αντί να προορίζεται σε παραγωγικές επενδύσεις, προοριζόταν πριν την κρίση σε έντονα παρασιτικούς τομείς σαν το Real Estate.
Από τα στοιχεία του Πίνακα 7 γνωρίζουμε ποιο ποσοστό των συνολικών ετήσιων επενδύσεων κάθε χρόνο καταλήγει στη βιομηχανία. Αυτό που δυστυχώς δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια και από επίσημη πηγή είναι ποιο είναι το συνολικό πάγιο κεφάλαιο της Ελλάδας και ποιο είναι το ποσοστό της βιομηχανίας σε αυτό. Αν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη σύνθεση των ετήσιων πάγιων επενδύσεων εκτείνονταν δεκαετίες πριν, θα μπορούσαμε να το υπολογίσουμε με την μέθοδο της διαρκούς απογραφής. Ελάχιστοι ερευνητές έχουν αποτιμήσει το συνολικό εθνικό πάγιο κεφάλαιο και το έχουν δημοσιοποιήσει σε ονομαστικές ή σταθερές τιμές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι εργασίες, των Τσαλίκη[1], Τσουλφίδη (1994), Μελαχροινού[2] και Νάιτζελ Σπέν (1998) και η πολύ πρόσφατη του Πασσά[3] (2023) [“Standarised capital stock estimates for Greek economy 1948-2020”, Costas Passas, Structural Change and Economic Dynamics, 2023]. O Πασσάς εκτιμά το πάγιο περίπου σε 608 δισεκατομμύρια ευρώ το 2000 σε σταθερή τιμή του 2015 (γραμμική υπόθεση διαρκούς απογραφής).[1] “Profitability and accumulation in Greek Manufacturing”, Tsaliki, Tsoulfidis, International Review of Applied Economics, 1994
[2] “Constructing a Manufacturing Fixed Capital Stock Series for the Regions of Greece”, European Planning Studies, 2000.
[3] “Standarised capital stock estimates for Greek economy 1948-2020”, Costas Passas, Structural Change and Economic Dynamics, 2023
Σχήμα 20. Συνολικό πάγιο κεφάλαιο ως ποσοστό του ΑΕΠ, πηγή ΔΝΤ. O Πίνακας είναι λίγο παραπλανητικός. Το πάγιο συναρτάται με το ΑΕΠ κάθε χώρας ξεχωριστά. Το Βέλγιο, π.χ. που έχει παρόμοιο πληθυσμό με την Ελλάδα, έχει υπερδιπλάσιο πάγιο από την Ελλάδα, αφού έχει υπερδιπλάσιο ΑΕΠ από την Ελλάδα.
Προκειμένου να προχωρήσουμε στο απλοποιημένο παράδειγμα υπολογισμού χρησιμοποιούμε τους αποπληθωριστές του ελληνικού ΑΕΠ. Για να εκτιμήσουμε την τρέχουσα τιμή του πάγιου το έτος 2000, πολλαπλασιάζουμε την τιμή από τα διαγράμματα του Πασσά (608 δισεκατομμύρια σε σταθερές τιμές του 2015) με τον αποπληθωριστή του 2000 (τελευταίο τρίμηνο, 74,34), προς τον αποπληθωριστή του 2015 (100). Ο τελικός συντελεστής με τον οποίο θα πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τα 608 δισεκατομμύρια είναι 0,7434 και το αποτέλεσμα περίπου 452 δισεκατομμύρια ευρώ. To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δίνει το συνολικό Πάγιο 2,5 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2019 (Σχήμα 20). Αν υποθέσουμε ότι το συνολικό πάγιο κεφάλαιο στην Ελλάδα, στην αρχή του 2000 ήταν 2,5 φορές το ΑΕΠ της, ισοδύναμα 2,5 * 130,5 = 326,25 δισεκατομμύρια δολάρια αποτιμημένο σε συναλλαγματική ισοτιμία σε τρέχουσες τιμές. Χρησιμοποιώντας τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου του 2000 (1 ευρώ =0,92 δολάρια), αρκεί να διαιρέσουμε δια 0,92 και το αποτέλεσμα θα ήταν 393,75 δολάρια, όχι πολύ μακριά από την τιμή του Πασσά. Υποθέτουμε ότι το συνολικό πάγιο στην ελληνική οικονομία ήταν 452 δισεκατομμύρια ευρώ το 2000 σε τρέχουσες τιμές και ότι το πάγιο στους κλάδους της βιομηχανίας που επιλέξαμε ήταν περίπου 11% όσο περίπου το ποσοστό στο σύνολο των ετήσιων επενδύσεων που απορροφούν οι κλάδοι της βιομηχανίας που εξετάζουμε.
Ξεκινάμε, λοιπόν με πάγιο Κ0 = 452*0,11= 49,72 δισεκατομμύρια ευρώ σε τρέχουσες τιμές το 2000.
Στη Διεθνή Λογιστική υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι αποτίμησης του κόστους του πάγιου κεφαλαίου. Ο πρώτος τρόπος είναι η αποτίμηση σε ιστορικό κόστος (historical cost valuation). Ο μέσος χρόνος απόσβεσης του πάγιου κεφαλαίου σε διάφορους κλάδους της βιομηχανίας κρατά δεκαετίες. Ο βιομήχανος καταγράφει λογιστικά κάθε φορά το πρωταρχικό κόστος των ετήσιων επενδύσεων Ιt στις τρέχουσες τιμές του έτους που έγιναν, προσδοκώντας μελλοντικά ετήσια κέρδη, λαμβάνοντας υπόψη του στα επενδυτικά του σχέδια και τους κινδύνους της μεταβολής της σχετικής αξίας του χρήματος στο μέλλον (λόγω πληθωρισμού) και τους κινδύνους της μεταβολής του κόστους του χρήματος στο μέλλον (λόγω αύξησης επιτοκίων δανεισμού), είτε για απόσβεση, είτε για τη συσσώρευση με επανεπένδυση τμήματος των κερδών του σε νέα αγορά στοιχείων πάγιου κεφαλαίου. Σύμφωνα με την ανάλυση του Πασσά, ο μέσος χρόνος απόσβεσης των μηχανών στην Ελλάδα είναι 25-30 χρόνια, των κτηρίων των επιχειρήσεων 45 χρόνια και του εξοπλισμού μεταφορών 20 χρόνια.
Το ποσοστό κέρδους, όπως το όρισε ο Μαρξ, δηλαδή το ετήσιο κέρδος προς το προκαταβεβλημένο συνολικό κεφάλαιο ταιριάζει με την αποτίμηση σε ιστορικό κόστος. Όταν εξετάζουμε τα μελλοντικά περιθώρια κέρδους του κεφαλαίου, μας ενδιαφέρει ο μελλοντικός ορίζοντας συγκριτικά με τη στιγμή της επένδυσης και ό,τι έχει προηγηθεί πριν απ’ αυτήν (συνολική συγκέντρωση του πάγιου κεφαλαίου). Όταν εξετάζουμε ποια ήταν τα περιθώρια κερδοφορίας του κεφαλαίου στο παρελθόν, μας ενδιαφέρει ακριβώς πως εξέταζαν τότε οι καπιταλιστές τη στιγμή που καθόριζαν τα επενδυτικά τους σχέδια αγοράζοντας στοιχεία του πάγιου κεφαλαίου.
Ο δεύτερος τρόπος αποτίμησης του πάγιου κεφαλαίου είναι σε κόστος αντικατάστασης (replacement cost). Μια ασφαλιστική ή χρηματοπιστωτική επιχείρηση ενδιαφέρεται για την αποτίμηση του πάγιου μιας βιομηχανικής επιχείρησης σε ρευστό του συγκεκριμένου έτους, δηλαδή πόσα χρήματα θα λάβει αν ρευστοποιήσει το συγκεκριμένο πάγιο. Το κόστος αντικατάστασης έχει μεγάλη σημασία στη λογιστική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης κατά την διαδικασία της κεφαλαιακής αποτίμησης στο χρηματιστήριο. Στο κόστος αντικατάστασης μας ενδιαφέρει η αποτίμηση του πάγιου «αποπληθωρίζοντας» ή «πληθωρίζοντας» το πάγιο κεφάλαιο που έχει συγκεντρωθεί, με έτος αναφοράς, το έτος της ρευστοποίησης.
Η πιο απλοποιημένη μορφή της μεθόδου διαρκούς απογραφής που θα εξετάσουμε εδώ πέρα είναι «γραμμικής μορφής». Σε αυτήν ο ετήσιος ρυθμός απόσβεσης του πάγιου, δ, είναι σταθερός και προκύπτει από ομοιόμορφη κατανομή. Στα είκοσι χρόνια που εξετάζουμε, από το 2000 έως το 2020, αξιοποιo;yme την απλοποιημένη μορφή με ομοιόμορφη κατανομή, δ=1/20=0.05. Σε ιστορικό κόστος, το συνολικό επενδυμένο πάγιο κεφάλαιο τον χρόνο t+1, Κt+1¸ είναι:
Κt+1=(1-δ)*Κt + Ιt+1 (1)
Αν θεωρήσουμε ότι ο δείκτης τιμών για τις ετήσιες επενδύσεις το έτος t ήταν Pt και το έτος t+1 Pt+1, τότε σε κόστος αντικατάστασης το συνολικό επενδυμένο πάγιο κεφάλαιο τον χρόνο t+1, Κt+1 είναι:
Κt+1=(1-δ)*Κt * (Pt+1/ Pt) + Ιt+1 (2)
Όταν ο λόγος (Pt+1/Pt) είναι μεγαλύτερος από 1, τότε το πάγιο σε κόστος αντικατάστασης στην (2) αυξάνει γρηγορότερα από το πάγιο σε ιστορικό κόστος στην (1). Αντιθέτως, αν κινούμαστε από μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού προς μια περίοδο χαμηλού πληθωρισμού, τότε ο λόγος (Pt+1/Pt) είναι μικρότερος από 1 και τότε το πάγιο σε κόστος αντικατάστασης (2) μειώνεται σε αντίθεση με το πάγιο σε ιστορικό κόστος (1). Έχουν ενδιαφέρον αυτά τα σημεία γιατί αργότερα θα εξετάσουμε το χρηματιστήριο των ΗΠΑ και τα ποσοστά απόδοσης (λόγος κερδών προς μέση κεφαλαιοποίηση) για μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Η κεφαλαιοποίηση εξαρτάται και από το κόστος αντικατάστασης του πάγιου κεφαλαίου της επιχείρησης, αλλά όπως θα δούμε και από το επιτόκιο δανεισμού καθώς και την προσδοκία για μελλοντικά κέρδη και κατάκτηση αγορών.
Για να βρούμε τις ετήσιες επενδύσεις Ιt+1 θα χρησιμοποιήσουμε τον πίνακα 7 της ΕΛΣΤΑΤ που παρέχει στοιχεία από το 2000 έως το 2020.
Σχήμα 21. Συνολικό πάγιο κεφάλαιο σε ορυχεία, λατομεία, μεταποίηση, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού, κλιματισμού και νερού, επεξεργασίας λυμάτων, υπολογισμένο σε ιστορικό κόστος και κόστος αντικατάστασης.
Ο αλγόριθμος υπολογισμού για το ιστορικό κόστος έχει τα κάτω βήματα.
Κ2001=(1-0,05)*49,72 δισεκ. + 3,882 δισεκ.=51,11 δισεκ.
Κ2002=(1-0,05)* 51,11 δισεκ. + 2,717 δισεκ.=51,27 δισεκ.
…………………………..
Κ2020=(1-0,05)*59,37 δισεκ. + 4,097δισεκ.=60,50 δισεκ.
Στο Σχήμα 21 βλέπουμε πόσο πιο γρήγορα αυξάνεται το πάγιο υπολογισμένο σε κόστος αντικατάστασης μέχρι το 2010, καθώς οι αποπληθωριστές του ΑΕΠ αυξάνονται με τον χρόνο ((Pt+1/Pt)>1 ισοδύναμα Pt+1> Pt). Μετά το 2010 ακολουθεί γρήγορη πτώση γιατί οι αποπληθωριστές μειώνονται με τον χρόνο ((Pt+1/Pt)<1 ισοδύναμα Pt+1< Pt). Αντιθέτως, το πάγιο υπολογισμένο σε ιστορικό κόστος σταθεροποιείται μετά το 2010 και αρχίζει να αυξάνεται αναιμικά μετά το 2017.
Τώρα ας σκεφτούμε ότι το Κt+1 είναι η τιμή του πάγιου για μια συγκεκριμένη βιομηχανική επιχείρηση. Και ότι όλα τα μεγέθη, όπως ρυθμός απόσβεσης δt και Ιt είναι γνωστά. Αρκεί να αθροίσουμε την (1) ή τη (2) για όλες τις βιομηχανικές επιχειρήσεις για να βρούμε το συνολικό πάγιο κεφάλαιο στη βιομηχανία. Αντίστοιχα μπορούμε να πράξουμε για τις εμπορικές επιχειρήσεις. Για περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε την δημοσίευση του Deepankar Basu [1](2012) [“Replacement versus Historical Cost Profit Rates: What is the difference? When does it matter?”, Deepankar Basu, January 4, 2012.]. Η ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία των ΗΠΑ παρέχει το πάγιο για μεγάλο τμήμα της οικονομίας τόσο σε ιστορικό κόστος, όσο και κόστος αντικατάστασης.[1] “Replacement versus Historical Cost Profit Rates: What is the difference? When does it matter?”, Deepankar Basu, January 4, 2012.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου