Γένη και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας
Μετακίνηση των Ινδοευρωπαίων
Ο πρώτος σημαντικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας ξεκινά με την εξημέρωση των ζώων που οδήγησε στον σχηματισμό των πρώτων ποιμενικών φυλών. Η δημιουργία γαλακτοκομικών προϊόντων, η χρήση του αλόγου και του τροχού, οδήγησαν σε απότομη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Νωρίτερα ήταν η ίδια φύση που παρείχε στον μεγαλύτερο βαθμό τα απαραίτητα για την εξασφάλιση τροφής (θηράματα, καρπούς), ρουχισμού (π.χ. δέρματα, γούνες) και στέγης (ξύλο και πέτρα για καλύβες ή σπήλαια) στις χαμηλότερες βαθμίδες ανάπτυξης της πρωτόγονης κοινότητας των γενών που σχημάτιζαν φυλές τροφοσυλλεκτών και κυνηγών. Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από κάθε διασωσμένη γραπτή μαρτυρία για το παρελθόν της ανθρωπότητας, η βασική οικονομική μονάδα των ανθρώπινων κοινωνιών, δεν ήταν το σημερινό νοικοκυριό της πυρηνικής οικογένειας. Ήταν τα μητρογραμμικά γένη που τα μέλη τους είχαν συγγενική σχέση από την πλευρά της μάνας. Όσοι άντρες μέλη του γένους δεν είχαν συγγενική σχέση από την πλευρά της μάνας, προέχονταν από άλλα γένη που ζευγάρωναν με γυναίκες του γένους. Το γένος αποτελείτο από δεκάδες μέλη διαφορετικών γενιών που συγκροτούσαν από κοινού ένα νοικοκυριό. Οι δεσμοί του αίματος ανάμεσα στα αδέλφια που είχαν κοινή μάνα εγγυόνταν την φροντίδα των παιδιών της αδελφής από κοινού καθώς και τη συνεργασία στην εργασία (κυνήγι, ψάρεμα, συλλογή καρπών και πρώιμες καλλιέργειες) και την κοινή προστασία τους από τα ακραία φυσικά φαινόμενα και τους εξωτερικούς εχθρούς (άλλους εχθρικούς ανθρώπους ή άγρια ζώα).
Το μητρογραμμικό γένος ήταν η σημαντικότερη βαθμίδα ανάπτυξης από την κατάσταση που οι άνθρωποι ζούσαν ακόμη σε αγέλες πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, διαχωριζόμενοι βαθμιαία κατά τη διάρκεια χιλιάδων χρόνων σε κοινότητες που η πρώτη γενιά δεν ζευγάρωνε με τους απογόνους της, στη συνέχεια τα αδέλφια δεν ζευγάρωναν μεταξύ τους και στο τέλος τα πρώτα και δεύτερα ξαδέλφια αποκλείστηκαν από τη διαδικασία του ζευγαρώματος, δημιουργώντας τα γένη. Η αιμομιξία δημιουργούσε φθισικούς απογόνους και οι φυλές που κατάφερναν να ξεπεράσουν τα στάδια αυτά γρηγορότερα ισχυροποιούνταν. Σε αυτή την μετάβαση οι ερωτικές σχέσεις ήταν ομαδικές με μέλη άλλων γενών μέχρι να σταθεροποιηθεί ο γάμος ανά συγκεκριμένο ζεύγος, ανάμεσα στη γυναίκα ή τον άντρα του γένους και άντρα ή τη γυναίκα άλλων γενών.
Εντός της πρωτόγονης κοινότητας του γένους, στο σύνολο του εργάσιμου χρόνου, η αναγκαία εργασία των μελών του γένους για να εξασφαλίσουν τα χρειώδη για τη διατήρηση της ζωής τους, πρώτα απ’ όλα τροφή με κυνήγι και συλλογή καρπών και στη συνέχεια κατασκευή εργαλείων, παραγωγή ρουχισμού, κατασκευή-επιδιόρθωση καλυβιών, καταλάμβανε το μεγαλύτερο κομμάτι. Το προϊόν της αναγκαίας εργασίας διανεμόταν εξίσου στα μέλη του γένους και τμήμα του πενιχρότατου υπερπροϊόντος, δηλαδή το αποτέλεσμα του κόπου τους πέραν της αναγκαίας εργασίας, αξιοποιούνταν ως απόθεμα για τις συνολικές ανάγκες του γένους (επέκταση ή βελτίωση των καταλυμάτων τους, των εργαλείων τους, αύξηση των αποθηκών τροφής, του ρουχισμού τους). Έξω από το γένος ο άνθρωπος δεν είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει και επειδή ακόμη σημαντική πηγή της τροφής του προερχόταν από τη φύση (καρποί, κυνήγι) σε περιόδους ξηρασίας ή παγετώνων η τροφή του μπορεί να ήταν δύσκολο να εξασφαλιστεί. Αν στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο η ατομική ιδιοκτησία είναι έννοια ιερή, σε εκείνους τους προγόνους μας, ήταν έννοια άγνωστη και ακατανόητη.
Πολύτιμα στοιχεία για τα μητρογραμμικά γένη αντλούμε πρώτη φορά από το έργο του αμερικανού Λιούις Χένρι Μόργκαν (Αρχαία Κοινωνία, 1877) που μελέτησε τους Ιρόκουα, μια φυλή Ινδιάνων στη βόρεια Αμερική. Στην Αμερική που κατέλαβαν οι Κοκινσταδόρες δεν υπήρχε το άροτρο, ο τροχός, ούτε είχε προχωρήσει η εξημέρωση των ζώων, στον βαθμό που είχε προχωρήσει στην Ευρώπη και την Ασία. Τα γένη των Ιρόκουα συγκροτούσαν φατρίες και οι φατρίες συγκροτούσαν τα φύλα, τους λαούς της εποχής. Κάθε γένος είχε τον άρρενα αρχηγό του και εκπρόσωπο στο συμβούλιο της φυλής. Η διαδικασία της ανάδειξης γινόταν από όλα τα μέλη του γένους και τη συγκατάθεσή τους για την ικανότητά του μπορούσαν να δώσουν και τα υπόλοιπα γένη, εφόσον συμμετείχε στο συμβούλιο της φυλής. Ο αρχηγός του γένους ήταν δυνατόν να ανακληθεί. Ο γάμος δεν είχε τη σταθερότητα που απέκτησε αργότερα στη δουλοκτησία, μπορούσε να λυθεί μετά τη γέννηση του παιδιού και ο άντρας να επιστρέψει στο γένος του. Τα παιδιά παρέμεναν στο γένος της πρώην του. Η έννοια της οικογένειας όπως την έχουμε σήμερα στο μυαλό μας (πυρηνική οικογένεια) και ειδικά οι προγενέστερες γενιές (μονογαμία) προέκυψε στην δουλοκτησία και δη όταν εμφανίστηκε η ατομική ιδιοκτησία στη γη. Το νοικοκυριό ήταν σημαντική δημόσια δραστηριότητα για το γένος και επειδή η δουλειά στο νοικοκυριό γινόταν από κοινού από τις γυναίκες του γένους, οι οποίες συν τοις άλλοις συμμετείχαν από κοινού με τους άντρες στην αλιεία και στις πρώιμες καλλιέργειες, η γυναίκα βρισκόταν στην ίδια θέση με τον άντρα.
Η υποβάθμιση της θέσης της γυναίκας ξεκινάει ακριβώς όταν προκύπτει ο πρώτος μεγάλος καταμερισμός της εργασίας με την εξημέρωση των ζώων και η θέση της στη γεωργία και στην κτηνοτροφία βαθμιαία περιορίζεται σε δευτερεύουσες εργασίες. Τα γένη άρχισαν μετατρέπονται σε πατριαρχικά. Ακόμη και τότε, όμως, η θέση της γυναίκας ήταν σεβαστή στην κοινότητα γιατί το νοικοκυριό παρέμενε δημόσια υπόθεση. Αυτό το γνωρίζουμε πρώτα απ’ όλα από τους Ρωμαίους που μελέτησαν τα κελτικά και τα γερμανικά φύλα του καιρού τους που ήταν πατριαρχικά και η απεικόνιση της θέσης της γυναίκας σε αυτά βρισκόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Ρώμη.
Ανάμεσα στους αρχηγούς των γενών άρχισαν να ξεχωρίζουν σταθερά στην πάροδο του χρόνου συγκεκριμένοι πατριάρχες ως πολέμαρχοι και πρεσβύτεροι από το συμβούλιο της φυλής ως ιερείς που νέμονταν το υπερπροϊόν της εργασίας που σχηματίστηκε από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι πατριάρχες πλέον άρχισαν να ελέγχουν περισσότερα κοπάδια ζώων και τμήμα της γης των φατριών. Όμως, η κοινοκτημοσύνη στη γη ακόμη υπερίσχυε. Οι αρχηγοί του γένους κληροδοτούσαν την περιουσία τους και την ιδιότητά τους στα παιδιά τους. Έτσι, έσπασε η γραμμή συγγένειας εντός του γένους αποκλειστικά από την μάνα. Γιατί ο πατριάρχης ζευγάρωνε με γυναίκα από άλλο γένος που κρατούσε στη δική του οικογένεια. Επίσης οι πατριάρχες άρχισαν να μεσολαβούν στην ανταλλαγή προϊόντων (γαλακτομικά, κρέας ή γεωργικά και της πρώιμης χειροτεχνίας: υφαντουργία και μεταλλουργία) ανάμεσα στα γένη και τις φατρίες. Σε εκείνη τη φάση ξεκινά και η δουλεία που αρχικά καλύπτει τις ανάγκες των ισχυρών πατριαρχικών οικογενειών. Πριν αναπτυχθεί η αγροτική οικονομία και η κτηνοτροφία η δουλεία δεν προσέφερε τίποτα στα γένη. Οι ηττημένοι σε πολέμους είτε θανατώνονταν, είτε μετατρέπονταν σε μέλη του γένους.
Ανάμεσα στις πρώτες ποιμενικές φυλές ήταν οι λεγόμενοι «Πρωτοϊνδοευρωπαίοι» που σήμερα εικάζεται ότι εκτείνονταν σε μια ευρύτερη περιοχή στις στέπες βόρεια από τη Μαύρη Θάλασσα και τη Κασπία από το 4500 έως 3500 πριν τη χρονολογία μας και τα σημιτικά φύλα λίγο αργότερα, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας (σημερινό Ιράκ), του Λεβάντε (σημερινή Συρία, Λίβανος) και της Παλαιστίνης. Οι γλώσσες των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών, με εξαίρεση τους Βάσκους, έχουν μια κοινή προγονική γλώσσα, την «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή». Η γλώσσα αυτή ανήκε στα ποιμενικά φύλα των Πρωτοϊνδοευρωπαίων που άρχισαν να μετακινούνται πάνω στα άλογά τους και στα κάρα τους προς την Ευρώπη και την νοτιοδυτική Ασία στο τέλος της νεολιθικής εποχής, συναντώντας φυλές με μητρογραμμικά γένη, ή φυλές με πρώιμα πατριαρχικά χαρακτηριστικά που είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν τη γεωργία στις οποίες κυριάρχησαν, τροποποιώντας σημαντικά τη γλώσσα των ντόπιων σύμφωνα με τη σύνταξη, τη γραμματική και το βασικό λεξιλόγιο της δικής τους γλώσσας. Τα ειδώλια της εποχής εκείνης εξυμνούσαν τη θεά της γονιμότητας, τη Γαία. Σε λίγο μια νέα θεότητα ξεπρόβαλε. Ο θεός του άγριου καιρού, του κεραυνού, που διαφέντευε την στέπα, ο Δίας. Οι Αχαιοί, των οποίων τα μυθολογικά κατορθώματα, περιγράφονται στα ομηρικά έπη, ήταν απόγονοι των Ινδοευρωπαίων που μετοίκησαν σε μεγάλο κομμάτι του πεδινού νότιου και κεντρικού ηπειρωτικού και νησιωτικού ελλαδικού χώρου μετά το 2000 πριν τη χρονολογία μας και σχημάτισαν τον μυκηναϊκό πολιτισμό, κατακτώντας σταδιακά τους λαούς που συνάντησαν στον ελλαδικό χώρο.
Η ονομασία του οφείλεται στα ανάκτορα των Μυκηνών που βρέθηκαν στην Αργολίδα, μια ακρόπολη περιστοιχισμένη από τείχη. Αντίστοιχα ανάκτορα βρέθηκαν στην Πύλο, την Τίρυνθα, αποσπασματικά κομμάτια τους στην Θήβα. Η αποκωδικοποίηση της Γραμμικής Β το 1952 αποκάλυψε μια πρώιμη αρχαιοελληνική γλώσσα ενός πολιτισμού η ακμή του οποίου εντοπίζεται πέντε με έξι αιώνες πριν τα ομηρικά έπη (8ος αιώνας πριν τη χρονολογία μας) και έτσι τη σχέση των Αχαιών με τους Πρωτοϊνδοευρωπαίους. Αρκετές χιλιάδες χρόνια νωρίτερα στην Μεσοποταμία οι Σουμέριοι είχαν ήδη ανακαλύψει το άροτρο, προκαλώντας μια επανάσταση στην αγροτική παραγωγή. Τεράστιες εκτάσεις γης μπορούσαν πλέον να καλλιεργηθούν και να εφοδιάζουν σταθερά αγροτικά προϊόντα σε έναν νέο πληθυσμό που απομακρυνόταν από την γεωργία και άρχισε να ασχολείται σταθερά με την χειροτεχνία.
Ο δεύτερος σημαντικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας ήταν η διάκριση ανάμεσα στη χειροτεχνία και την αγροτική οικονομία, κατά τη συγκρότηση των πρώτων εργαστηρίων αγγειοπλαστικής και επεξεργασίας μετάλλων την εποχή του χαλκού. Είναι η περίοδος που σχηματίζονται οι πρώτες πόλεις και αρχίζει ο διαχωρισμός ανάμεσα στην ύπαιθρο και την πόλη. Από το 1600 πριν τη χρονολογία μας οι αρχηγοί των πατριαρχικών γενών του μυκηναϊκού πολιτισμού ζούσαν στα ανάκτορα τους μαζί με τις ολιγομελείς οικογένειές τους. Αυτές οι ακροπόλεις των ανακτόρων, ήταν οι πρώτες μικρές πόλεις στον ελλαδικό χώρο που επέτρεπε ο δεύτερος σημαντικός καταμερισμός της εργασίας.
Ανάμεσά στους αρχηγούς των πατριαρχικών γενών ξεχώριζαν ο άνακτας, ο ανώτερος ηγεμόνας και ο λααγέτας, μάλλον ο αμέσως επόμενος στη στρατιωτική διοίκηση, ο ηγέτης του λαού, που τότε λαός μπορεί να σήμαινε το σώμα των πολεμιστών, σε αντίθεση με το δήμο που σήμαινε την κοινότητα των γενών. Πολεμιστές ήταν όλοι οι άνδρες των γενών των Αχαιών. Άλλοι αξιωματούχοι ήταν οι τελεστές και τέλος ο βασιλεύς που τότε σήμαινε επικεφαλής διαφόρων ομάδων, π.χ. τεχνιτών. Οι τίτλοι αυτοί βρέθηκαν σε πινακίδες της γραμμικής Β στην Πύλο που κατέγραφαν τα περιουσιακά στοιχεία των ανακτόρων. Οι τίτλοι αυτοί δεν βρέθηκαν σε όλο τον μυκηναϊκό κόσμο και οι περισσότερες πινακίδες προέρχονται από την Πύλο (~1200 πριν τη χρονολογία μας) και την μυκηναϊκή Κνωσό (~1400 πριν τη χρονολογία μας). Δεν συνάγεται ότι όλοι οι Αχαιοί είχαν την ίδια κεντρική διοίκηση στις ακροπόλεις τους, ούτε ότι η ίδια αυτή η διοίκηση ήταν κάτι παραπάνω από την απόπειρα σταθεροποίησης της εξουσίας και του κύρους των ισχυρών πατριαρχικών οικογενειών[1], ειδικά έναντι των αλλοφύλων τους που οι Αχαιοί είχαν καταλάβει, στο πλαίσιο ενός νέου καταμερισμού της εργασίας που επέτρεπε την αξιοποίηση της χειροτεχνίας εκτός των γενών και συγκεκριμένα για τις ξεχωριστές ανάγκες των ισχυρών πατριαρχικών οικογενειών. Σε ειδικές αίθουσες εντός των ανακτόρων εργάζονταν ειδικευμένοι τεχνίτες που κατασκεύαζαν κεραμικά, προϊόντα από μέταλλο και υφάσματα που ανταλλάσσονταν από το εμπόριο των ανακτόρων με πρώτες ύλες και πολυτελή αντικείμενα όπως ελεφαντόδοντο. Με την ανάπτυξη του εμπορίου από τα ανάκτορα, οι Αχαιοί ανέπτυξαν την ναυπηγική και είχαν έναν εμπορικό στόλο που επικοινωνούσε τακτικά με την Αίγυπτο και διάφορες περιοχές της Μεσογείου. Τάφοι που εντοπίζονται εκείνη την περίοδο αποδίδονται σε εμπόρους. Είναι πιθανό ότι λόγω της ιδιαίτερης στρατιωτικής τους οργάνωσης, οι Μυκηναίοι αξιοποιούνταν ως μισθοφόροι στην ανατολική Μεσόγειο. Στις πινακίδες παρουσιάζονται και δούλοι, αλλά ως περιουσία των πατριαρχικών οικογενειών. Κατά την κακή συνήθεια, όμως, που διακρίνει αρκετούς από τους ιστορικούς του παρελθόντος και του παρόντος, οι άνακτας εμφανίζεται περίπου ως μεσαιωνικός βασιλιάς και οι αξιωματούχοι των ακροπόλεων ως φεουδάρχες, ενώ από όσα έχουν ως τώρα αποκαλυφθεί από τις πινακίδες συνάγεται η διανομή της υπερεργασίας των γενών από τη γη τους και τα κοπάδια των ζώων προς όφελος των ισχυρών πατριαρχικών οικογενειών.
Πέραν των ανακτόρων εκτείνονταν τα εδάφη που καλλιεργούσαν τα γένη και βοσκούσαν τα ζώα τους, τα πατριαρχικά γένη που σχημάτιζαν τις φατρίες και τα φύλα των Αχαιών. Κάθε ανάκτορο είχε τον έλεγχο μιας ευρείας γεωγραφικής περιοχής ορισμένων δεκάδων έως εκατοντάδων χιλιομέτρων. Από την εποχή του Μαρξ και του Μόργκαν μέχρι σήμερα η κατανόηση του γένους ως βασικής μονάδας της οικονομίας δεν έχει γίνει αντιληπτή από την πλειοψηφία των ιστορικών.
Απ’ τις ελάχιστες περιπτώσεις που δείχνουν να αντιλαμβάνονται τη σημασία των γενών είναι η αμερικανίδα ιστορικός Carol G. Thomas. Παραθέτουμε απόσπασμα από τη δημοσίευσή της με τίτλο «Η φύση της μυκηναϊκής βασιλείας» (1977), στην οποία αξιολογεί τη βιβλιογραφία πάνω στις ερμηνείες που έχουν κατά καιρούς δοθεί για τη φύση της εξουσίας των ανακτόρων:
«Συνοψίζοντας, η μυκηναϊκή βασιλεία φαίνεται να ήταν μια περιορισμένη, αριστοκρατική εξουσία. Οι Έλληνες φαίνεται να εισήλθαν στην ηπειρωτική χώρα σε ομάδες, πιθανώς φυλετικές ενώσεις, των οποίων η συνοχή βασιζόταν στους δεσμούς συγγένειας. Η ηγεσία υπό τέτοιες συνθήκες θα καθοριζόταν πρωτίστως από την προσωπική ικανότητα, με πρόσθετη υποστήριξη που προερχόταν από τη θρησκεία. Ότι αυτό συνέβαινε επιβεβαιώνεται από τη φύση των εξελίξεων κατά την Μεσοελλαδική περίοδο: η ηπειρωτική χώρα υπήρξε μάρτυρας της ανάπτυξης τοπικών βασιλείων, όπου άρχοντες υπέταξαν τον μη ελληνικό πληθυσμό της περιοχής.»
Παρότι τα πατριαρχικά γένη εντοπίζονται στο παρελθόν όλων των πολιτισμών, ειδικά τους αρχαίους Έλληνες και δη στους Αχαίους παρουσιάζονται συνήθως ως σύνολα πυρηνικών οικογενειών με κοινή γραμμή συγγένειας. Κι, όμως, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο καταμερισμός της εργασίας δεν είχε προχωρήσει εκείνη την εποχή πλην για τις ανάγκες των ανακτόρων, δηλαδή τα είδη πολυτελείας των ισχυρών οικογενειών των γενών. Το χρήμα δεν υπήρχε ακόμη. Δεν υπάρχει καν στα ομηρικά έπη που γράφτηκαν πολύ αργότερα. To εμπόριο καθοριζόταν κυρίως από τα ανάκτορα και η βασική πηγή του πλούτου για την εμπορευματική ανταλλαγή, πέραν των προϊόντων των εργαστηρίων των ανακτόρων, ήταν η εργασία των γενών (λάδι). Ο Αγαμέμνονας στην εκστρατεία της Τροίας περιγράφεται στα ομηρικά έπη ως ο γενικός διοικητής του εκστρατευτικού σώματος της συμμαχίας των φύλων των Αχαιών. Η υπακοή σε αυτόν πήγαζε από τις στρατιωτικές ανάγκες του εγχειρήματος. Δεν είναι αυτοκράτορας, ούτε βασιλιάς με την ύστερη ερμηνεία που αποδίδεται στον φεουδαρχικό μεσαίωνα. Τα λάφυρα μοιράζονται από όλους τους Δαναούς. Η φατρία, η συγγένεια του αίματος παίζει καθοριστικό ρόλο στην διάταξη των Αχαιών στη μάχη. Παρόμοια οι Αζτέκοι στο Μεξικό ήταν μια συνομοσπονδία τριών πατριαρχικών φύλων. Παραθέτουμε από το βιβλίο του Μόργκαν:
«Το “βασίλειο του Μεξικού”, όπως εμφανίζεται στις πρώτες ιστορίες, και η “αυτοκρατορία του Μεξικού”, όπως περιγράφεται στις μεταγενέστερες, αποτελούν επινοήσεις της φαντασίας. Την εποχή εκείνη υπήρχε φαινομενική βάση για την περιγραφή της κυβέρνησης ως μοναρχίας, λόγω έλλειψης σωστής γνώσης των θεσμών τους· ωστόσο, αυτή η παρανόηση δεν μπορεί πλέον να υποστηριχθεί. Αυτό που βρήκαν οι Ισπανοί ήταν απλώς μια συνομοσπονδία τριών ινδιάνικων φυλών, ένα φαινόμενο που υπήρχε σε όλη την ήπειρο, και δεν υπήρχε λόγος να προχωρήσουν πέρα από αυτό το γεγονός στις περιγραφές τους. Η κυβέρνηση διοικείτο από ένα συμβούλιο αρχηγών, με τη συνεργασία ενός γενικού διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων. Ήταν ένα σύστημα δύο εξουσιών: η πολιτική εκπροσωπείτο από το συμβούλιο, ενώ η στρατιωτική από έναν κύριο πολεμικό αρχηγό. Επειδή οι θεσμοί των συνομοσπονδιακών φυλών ήταν ουσιαστικά δημοκρατικοί, η κυβέρνηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως στρατιωτική δημοκρατία, αν απαιτείται πιο συγκεκριμένος ορισμός από τον όρο “συνομοσπονδία”.
Η δουλεία πλέον ήταν αναγκαία για την επέκταση της παραγωγής. Αλλά πριν απ’ όλα χρειαζόταν μια δύναμη πολύ ισχυρότερη από τους δεσμούς των γενών και της φατρίας για να υποδουλώσει άλλους λαούς και να εκμεταλλεύεται την εργασία τους. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την ισχύ του κράτους.
Σήμερα η κάθοδος των Δωριέων (τέλη 12ου αιώνα πριν τη χρονολογία μας) δεν θεωρείται ότι συνέβαλε στην κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού. Η κατάρρευση είχε προηγηθεί της καθόδου. Οι Δωριείς ήταν ποιμενικά φύλα που ίσως νωρίτερα είχαν εγκαταλείψει τις περιοχές τους προς τις ορεινές του ελλαδικού χώρου από την πίεση των Αχαιών. Επανήλθαν στα νότια σε μια άλλη εποχή, την εποχή του σιδήρου. Οι σύγχρονοι ιστορικοί συνδέουν την απότομη κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού με γεγονότα που συντάραξαν όλη την Μεσόγειο όπως κατάρρευση του εμπορίου, πολεμικές συγκρούσεις, εκτεταμένη πειρατεία, αλλά αυτά τα γεγονότα δεν πρέπει να αποσυνδέονται από τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της εποχής. Η «οικονομία των ανακτόρων» ήταν καταδικασμένη σε μαρασμό, γιατί βασιζόταν στο υπερπροϊόν της εργασίας των πατριαρχικών γενών που είχαν υπό τον έλεγχό τους σε περιορισμένες γεωγραφικές περιοχές και έτσι ήταν εξαιρετικά ευάλωτη στις περιφερειακές αναταραχές. Σε αυτές τις συνθήκες τα ανάκτορα καταστράφηκαν στα μέσα του δωδέκατου αιώνα, αλλά τα γένη διατηρήθηκαν.
[1] “The Nature of Mycenaean Kingship”, 1977 Carol G. Thomas. Παραθέτουμε απόσπασμα: «Καταρχάς, μπορεί να είναι αδόκιμο να θεωρήσουμε τη Μυκηναϊκή κοινωνία ως ιδιαίτερα γραφειοκρατικοποιημένη. Παρόλο που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αναπτύχθηκαν διοικητικές δομές στα βασίλεια της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά την Ύστερη Ελλαδική περίοδο, τα συστήματα δεν παρουσιάζουν τον ίδιο βαθμό ελέγχου σε όλες τις περιπτώσεις. Η αυστηρή διακυβέρνηση στην Πύλο και στην Κνωσό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι νεοαφιχθέντες άρχοντες αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν αυστηρή οργάνωση για να εδραιώσουν τον έλεγχό τους στους υπηκόους τους. Η έλλειψη πινακίδων από άλλα μυκηναϊκά κέντρα μπορεί να δείχνει ότι ο ίδιος βαθμός αυστηρότητας δεν εφαρμόστηκε στα περισσότερα βασίλεια.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου