Καταμερισμός της εργασίας, νόμος της αξίας, Χρήμα, Υπερεργασία και Υπεραξία
Ως τώρα έχουμε υπολογίσει το συνολικό κέρδος και έχουμε εξετάσει πως μπορεί να υπολογιστεί το πάγιο κεφάλαιο σε ιστορικό κόστος και κόστος αντικατάστασης. Για να ολοκληρώσουμε τα βήματα προς τον υπολογισμό του γενικού ποσοστού κέρδους πρέπει να υπολογίσουμε το κυκλοφορούν κεφάλαιο. Βαθμιαία θα συμπεριλάβουμε όλες τις έννοιες που χρειαζόμαστε προκειμένου να καταλήξουμε στο σχηματισμό του γενικού ποσοστού κέρδους. Θα δούμε στη συνέχεια ορισμένες διαδεδομένες πλάνες για τον νόμο της αξίας και τον σύγχρονο καπιταλισμό αλλά και για το γενικό ποσοστό κέρδους. Το Κεφάλαιο του Μαρξ δεν είναι ένα δυσνόητο έργο, αλλά είναι ένα τεράστιο έργο και προϋποθέτει σταθερό διάβασμα χρόνων για κατανόηση όλων των εννοιών που πραγματεύεται ο Μαρξ. Ο Μαρξ τα κάνει «ταλιράκια», λαμβάνοντας υπόψη του ό,τι έχει προηγηθεί στην Πολιτική Οικονομία πριν απ’ αυτόν, φωτίζοντας όλες τις πλευρές που δεν έχουν επισημανθεί, διορθώνοντας τα λάθη των προγενέστερων. Ανάμεσα στις σημαντικές φυσιογνωμίες πριν τον Μαρξ που ξεχωρίζουν για το έργο τους και επηρέασαν και τον Μαρξ είναι ο Άνταμς Σμιθ και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο.
Αντί να δώσουμε, όμως, τους ορισμούς για τις έννοιες που θα μας απασχολήσουν ξερά και ανιαρά, θα τις εντοπίσουμε στην εξέλιξή τους στον χρόνο, ανατρέχοντας στην ιστορία των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Μας ενδιαφέρει να καταλάβουμε την εξέλιξη της εμπορευματικής παραγωγής και του χρήματος κατά την εξέλιξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στα διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα και πως το κεφάλαιο στις αρχικές του μορφές: τραπεζικό, εμπορικό εμφανίζεται ιστορικά στα τέλη του μεσαίωνα και ανοίγει τον δρόμο στην ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου στην καπιταλιστική Ολλανδία και αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία.
Έτσι θα μπορέσουμε να καταλάβουμε την εξέλιξη του καπιταλισμού μέχρι το ανώτατό του στάδιο, όταν συγκροτούνται τα μονοπώλια σε μια χούφτα ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες και πλέον σχηματίζεται ένας συγκεκριμένος διεθνής καταμερισμός της εργασίας που κατατάσσει τις χώρες σε χώρες ιμπεριαλιστικές, βλέπε σήμερα τις χώρες των G7, Ρωσία και Κίνα, χώρες που έχουν μονοπωλιακό καπιταλισμό αλλά όχι την κεφαλαιακή ισχύ των ιμπεριαλιστικών χωρών, βλέπε Σουηδία, Βέλγιο, χώρες εξαρτημένες-μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης σαν την Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνία και μισοαποικίες σαν την Αίγυπτο,Συρία (τυπικά ανεξάρτητες αλλά οικονομικά και πολιτικά υποδουλωμένες όπως ήταν οι αποικίες του 19ου αιώνα και αρχές του εικοστού).
Το διακριτό χαρακτηριστικό των μονοπωλίων είναι η συνένωση εντελώς διαφορετικών βιομηχανιών διαφορετικών κλάδων της παραγωγής, που είχαν σχηματιστεί ιστορικά από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας της προ ιμπεριαλισμού εποχής σε ορισμένες χώρες του πλανήτη, υπό μια ενιαία οικονομική διοίκηση. Ο Χίλφερντινγκ ονόμασε αυτή τη συνένωση συνδυασμό. Αυτό δεν κατανοείται καθόλου στις μέρες μας και η έννοια μονοπώλιο παρουσιάζεται σαν ο έλεγχος των τιμών και της ποσότητας των εμπορευμάτων από ορισμένους ισχυρούς καπιταλιστές σε έναν κλάδο. Στο πλαίσιο της ανάλυσής μας ονομάζουμε ολιγοπώλιο αυτούς τους καπιταλιστές για να τους διακρίνουμε από το μονοπώλιο του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Το ολιγοπώλιο υπήρχε στην εποχή του Μαρξ. Το μονοπώλιο δεν υπήρχε. Σε εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα αφενός δεν υπήρξε ποτέ η συγκρότηση των επιμέρους βιομηχανιών που απαρτίζουν ένα μονοπώλιο, παρά μόνο κομμάτια τους, αφετέρου δεν υπήρξε ποτέ ο συνδυασμός και δεν πρόκειται να υπάρξουν όλα αυτά γιατί όπως έχουμε ήδη εξηγήσει ο διεθνής ανταγωνισμός των ντόπιων καπιταλιστών με τα μονοπώλια δεν το επιτρέπει.
Προς το παρόν, κάνουμε την εξής αφαίρεση: Υποθέτουμε ότι έχουμε ένα κόσμο μόνο με βιομήχανους και εργάτες. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι όλα τα εμπορεύματα μιας υπό εξέταση περιόδου παραγωγής πουλιούνται στην αξία τους, δηλαδή στη χρηματική μορφή που αντιστοιχεί στον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους, στον απαραίτητο χρόνο που πρέπει να καταβληθεί εργασία με τη μέση επιδεξιότητα και μέση τεχνική μιας συγκεκριμένης περιόδου σε μια συγκεκριμένη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ώρα εργασίας σε οποιοδήποτε κλάδο στον αφηρημένο κόσμο μας είναι κοινωνικά αναγκαία.
Προς το παρόν πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οποιοσδήποτε εργάτης σε οποιαδήποτε κλάδο της βιομηχανίας στον πραγματικό κόσμο δεν παράγει σε μια ώρα αξία σε χρήμα που παράγει μια ώρα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Αν λόγου χάρη εξετάζουμε τη σύγκριση της εργασίας ενός ανειδίκευτου και ενός ειδικευμένου εργαζόμενου στον πραγματικό κόσμο, θα πρέπει να αναγάγουμε την εργασία του καθενός σε κοινωνικά αναγκαία εργασία στον αφηρημένο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι ένας ειδικευμένος παράγει μεγαλύτερη αξία από την κοινωνικά αναγκαία και ένας ανειδίκευτος μικρότερη. Το ίδιο συμβαίνει και για την εργασία εργατών διαφορετικών κλάδων π.χ. υφαντουργίας και εξόρυξης άνθρακας. Ένας υφαντουργός παράγει μικρότερη αξία σε μια ώρα εργασίας και ένας εργάτης σε ορυχεία μεγαλύτερη. Προς το παρόν υποθέτουμε ότι όλα τα εμπορεύματα παράγονται με τους όρους της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Αργότερα θα δούμε πως αυτή η αναγωγή για κάθε κλάδο γίνεται με συστηματικό τρόπο.
Μπορούμε άραγε να ποσοτικοποιήσουμε συγκεκριμένα την κοινωνικά αναγκαία εργασία; Μπορούμε να πούμε εξαρχής πόση είναι η αξία που παράγει μια ώρα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας;
Ναι, μια ώρα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας παράγει αξία λ ίση με το άθροισμα όλων των προστιθέμενων (νέων) αξιών των εμπορευμάτων που πουλιούνται σε μια περίοδο στον πραγματικό κόσμο προς το άθροισμα όλων των εργατοωρών όλων των κλάδων που καταβλήθηκαν την ίδια περίοδο. H προστιθέμενη αξία είναι η νέα αξία που μεταβιβάζεται στην παραγωγή στο εμπόρευμα και αντιστοιχεί στην αξία που παράγει η «ζωντανή» εργασία του εργάτη. Στον καπιταλισμό το προϊόν κάθε ξεχωριστής ωφέλιμης εργασίας στην παραγωγή έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα. Ο ίδιος ο εργάτης, που δεν είναι ένας ξεχωριστός εμπορευματοπαραγωγός, δεν έχει γη και τα δικά του εργαλεία και μέσα παραγωγής. Πουλάει στον κεφαλαιοκράτη ως εμπόρευμα την εργατική του δύναμη, που ως αξία χρήσης (αξία που έχει συγκεκριμένη χρησιμότητα) έχει την μοναδική ιδιότητα να μεταβιβάζει μεγαλύτερη αξία απ’ την ίδια της την αξία, όταν ενταχθεί στην παραγωγή. Ο εργάτης δεν πληρώνεται αμέσως για την εργατική του δύναμη που πουλά στην κεφαλαιοκράτη. Πληρώνεται στο τέλος του μήνα ή στο τέλος της βδομάδας ή στο τέλος μια συγκεκριμένης δραστηριότητας. Πρώτα θα μεσολαβήσει η καταβολή της ζωντανής του εργασίας.
Η ζωντανή εργασία διακρίνεται σε αναγκαία εργασία και υπερεργασία. Στην αναγκαία εργασία ο εργάτης που παράγει την κοινωνικά αναγκαία εργασία αναπληρώνει την αξία της εργατικής του δύναμης, την αξία δηλαδή που είναι ίση με την αξία των απαραίτητων ειδών κατανάλωσης που χρειάζεται ο εργάτης για να αναπαράξει όλες τις σωματικές και νοητικές λειτουργίες του που καταναλώνει στην παραγωγή καθώς και τα έξοδα για το νοίκι του και την οικογένειά του για να μπορεί να αναπαραχθούν οι νέες γενιές της εργατικής τάξης. Στην υπερεργασία του ο εργάτης παράγει την υπεραξία που καρπώνονται οι καπιταλιστές. Ο εργάτης λοιπόν αμείβεται για την αναγκαία εργασία προκειμένου να αναπαράξει την εργατική του δύναμη και ο καπιταλιστής καρπώνεται την υπερεργασία του που αντιστοιχεί στη υπεραξία.
Ο λόγος της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία, e, ορίζεται ως βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Η ζωντανή εργασία του εργάτη μεταβιβάζει την ίδια στιγμή στα νέα εμπορεύματα της υπό εξέταση περιόδου: A) την αξία της εργατικής του δύναμης, B) την υπεραξία καθώς και Γ) την «αποκρυσταλλωμένη» παλιά αξία από προηγούμενες περιόδους της παραγωγής υπό των μορφή πρώτων υλών, βοηθητικών υλών και του πάγιου που, όπως έχουμε ήδη δει, μεταβιβάζεται κομματιαστά σε μια περίοδο. Αυτό το κομμάτι αποτελεί τμήμα του σταθερού κεφαλαίου, όπως το όρισε ο Μαρξ και αντιστοιχεί στη «νεκρή» εργασία των προηγουμένων περιόδων της παραγωγής. Στο πλαίσιο της δικής μας ανάλυσης, το κομμάτι αυτό έχει ήδη πάρει συγκεκριμένη τιμή στην πώληση προηγουμένων περιόδων από τους καπιταλιστές που το χρειάζονταν για παραγωγική κατανάλωση και μεταφέρεται αμετάβλητο στην υπό εξέταση περίοδο. Για να το αναγάγουμε σε ώρες κοινωνικά αναγκαίας εργασίας της υπό εξέταση περιόδου, αρκεί να το διαιρέσουμε με το λ. Το άθροισμα, λοιπόν των εργατοωρών θα μας δώσει την κοινωνικά αναγκαία εργασία που εμπεριέχεται στην αξία του εμπορεύματος που παράγεται στην παραγωγή και θα πάρει μια συγκεκριμένη τιμή πώλησης στην αγορά, διαφορετική από την αξία του. Στην ανάλυσή του ο Μαρξ στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου παραθέτει όλα τα τμήματα του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάζονται σε μια περίοδο στην παραγωγή σε σταθερές χρηματικές τιμές. Εδώ δεν θα εξετάσουμε πως η αξία μπορεί να μετασχηματίζεται από περίοδο σε περίοδο και μάλιστα από πολύ προγενέστερες περιόδους (στην περίπτωση του πάγιου) στην υπό εξέταση περίοδο. Μας ενδιαφέρει μόνο τι γίνεται στην υπό εξέταση περίοδο και συγκεκριμένα πως η νέα αξία που παράγεται κατανέμεται σε κέρδη όλων των καπιταλιστών και σε μισθούς. Μας ενδιαφέρει δηλαδή πως παράγεται το εθνικό εισόδημα και πώς διανέμεται στις διαφορετικές τάξεις της κοινωνίας.
Με όλες τις παραδοχές που έχουμε κάνει ως τώρα η συνολική ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγονται στην εξεταζόμενη περίοδο περιέχει την αναγκαία για την παραγωγή τους κοινωνική εργασία και η συνολική αξία αυτής της μάζας των εμπορευμάτων είναι ίση με το άθροισμα των τιμών τους. Εξορισμού, λοιπόν, το άθροισμα των αξιών των εμπορευμάτων του αφηρημένου κόσμου μας είναι ίσο με το άθροισμα των τιμών των εμπορευμάτων του πραγματικού κόσμου.
Ας το δούμε με ένα πολύ κατανοητό παράδειγμα. Έστω ότι η κοινωνία αποτελείται μόνο από βιομήχανους και εργάτες και η βιομηχανία μόνο από τρεις κλάδους παραγωγής, όπως αυτοί αποτυπώνονται στο παρακάτω σχήμα.Σχήμα 22. Κλάδοι παραγωγής όπου καταγράφονται οι πραγματικές καταβεβλημένες εργατοώρες, οι τιμές πώλησης της περιόδου και το σταθερό κεφάλαιο ανά κλάδο που μεταβιβάζεται στα εμπορεύματα της υπό εξέταση περιόδου.
H ωριαία αξία της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, λ, υπολογίζεται ως ο λόγος της συνολικής προστιθέμενης αξίας προς τις συνολικές εργατοώρες που καταβλήθηκαν στην υπό εξέταση περίοδο. Η Συνολική Προστιθέμενη αξία είναι η ίση με τη Συνολική Τιμή Πώλησης – Συνολικό Σταθερό Κεφάλαιο = (300+450+750)−(50+100+200)=1500−350=1150χιλιαδες €. Επομένως, το λ είναι ίσο με 1150/(10+20+30) = 1150/60 =19,17 ευρώ ανά ώρα.
Σχήμα 23. Κλάδοι παραγωγής όπου καταγράφονται οι πραγματικές εργατοώρες, το σταθερό κεφάλαιο ανά κλάδο που μεταβιβάζεται στα εμπορεύματα της υπό εξέταση περιόδου και η αξία σε κάθε κλάδο.
Για κάθε κλάδο, η συνολική αξία υπολογίζεται ως λ⋅Li+Ci. Η συνολική αξία είναι 241,7+483,4+775,1=1500 χιλιάδες € και η συνολική τιμή πώλησης είναι 300+450+750=1500 χιλιαδες €.
Το συνολικό άθροισμα των τιμών πώλησης ταυτίζεται με το συνολικό άθροισμα των αξιών. Αν διαιρέσουμε τις 1500 χιλιάδες ευρώ με το λ έχουμε αμέσως το άθροισμα των αναγκαίων εργατοωρών για την παραγωγή όλων των εμπορευμάτων.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι η εργάσιμη ημέρα είναι 9 ώρες. Ορίσαμε πριν τον βαθμό εκμετάλλευσης e, ως τον λόγο της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία. Επειδή, η ζωντανή εργασία, Τ, είναι το άθροισμα της υπερεργασίας και της αναγκαίας εργασίας, πολύ εύκολα μπορούμε να δούμε ότι η αναγκαία εργασία είναι ίση με τον λόγο Τ/(1+e) και η υπερεργασία είναι ίση με e*αναγκαία εργασία. Η αξία της εργατικής δύναμης είναι ίση με λ*αναγκαία εργασία. Η υπεραξία είναι ίση με λ*υπερεργασία. Για διαφορετικές τιμές του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας e, φτιάχνουμε τον παρακάτω πίνακα.Σχήμα 24. Για διαφορετικές τιμές του βαθμού εκμετάλλευσης (100%, 50%, 200%) σε μια εργάσιμη ημέρα 9 ωρών παρουσιάζεται η αναγκαία εργασία, η υπερεργασία, η αξία της εργατικής δύναμης και η υπεραξία
Στην περίπτωση του βαθμού εκμετάλλευσης 200%, η αναγκαία εργασία είναι 9/(1+e)=9/(1+2)=3 ώρες. Η υπερεργασία είναι e*αναγκαία εργασία= 2*3=6 ώρες. Η αξία της εργατικής δύναμης είναι λ*αναγκαία εργασία=19,17*3 = 57,51 ευρώ και η υπεραξία είναι λ*υπερεργασία=19,17*6=115,02 ευρώ.
Με αυτόν τον απλό τρόπο του αφηρημένου αθροιστικού κόσμου των αξιών ο Μαρξ έλυσε τον «γόρδιο δεσμό» που ταλάνιζε τους προγενέστερούς του. Οι αναθεωρητές μεταγενέστεροί του, (στη χώρα μας δεσπόζει ο Μηλιός που απλά κοπιάρει ξένους ακαδημαϊκούς), επιχειρούν να παρουσιάσουν την εικόνα ότι το έργο του Μαρξ βρίθει δήθεν λογικών ανακολουθιών. Κάθε «καλός» αναθεωρητής που σέβεται τον εαυτό του απομονώνει κείμενα του Μαρξ, τα παρερμηνεύει και σχηματίζει μια δική του θεωρία που καμία σχέση δεν έχει με όσα έγραψε ο Μαρξ, αποδίδοντάς την στον Μαρξ. Όταν πιάνεται στα πράσα, απλώς βροντοφωνάζει: «είναι δυνατόν ο Μαρξ να τα έγραψε όλα τέλεια;», λες και ο Μαρξ ήταν κάποιος κατεργάρης που έχανε τον χρόνο του προκειμένου να διαβάλλει τους προγενέστερούς του, όπως ο ίδιος πράττει έναντι του Μαρξ. Λες και ο Μαρξ δεν δάμασε τον χρόνο, δεν αφοσιώθηκε πλήρως ψυχή τε και πνεύματι στον έργο του, θυσιάζοντας καλή ζωή, ύπνο, τη δική του την υγεία και την υγεία των μελών της οικογένειάς του που πέρασαν απίστευτες κακουχίες, ακολουθώντας συνειδητά την επιλογή του. Όταν ο αναθεωρητής μας συνειδητοποιεί τις δικές του ανακολουθίες και γκάφες καταλήγει να παρουσιάζει τους πραγματικούς μαρξιστές «δογματικούς» και «στενοκέφαλους» που δεν αντιλαμβάνονται τη δική του δήθεν «απελευθερωμένη» διάνοια.
Ο νόμος της αξίας, όπως τον θεμελίωσε ο Μαρξ, μας εξηγεί μέχρι και σήμερα και θα εξηγεί όσο υπάρχει καπιταλισμός, πως παράγεται η υπεραξία στην παραγωγή και θα μας επιτρέπει με απόλυτη σαφήνεια να εξηγήσουμε πως ρυθμίζονται οι τελικές τιμές στην οικονομία και διανέμεται η υπεραξία ως κέρδος στους διαφορετικούς καπιταλιστές, εφόσον ασχοληθούμε σοβαρά με τον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό και τη δομή του κεφαλαίου κάθε εποχής, πράγμα που έκανε ο Μαρξ για την εποχή του. Η βιομηχανία αναπτύσσεται συνεχώς και έχει διαφορετικές απαιτήσεις σε πάγιο κεφάλαιο, σε εξειδικευμένη εργατική δύναμη και βέβαια σε παραγωγικότητα της εργασίας.
Ήδη είμαστε σε θέση να εξετάσουμε μια βασική πλάνη για τον νόμο της αξίας. Ακόμη και αν σε κάθε κλάδο της παραγωγής οι τιμές καθορίζονται από ολιγοπώλια, και θα δούμε αργότερα με ακρίβεια πως συμβαίνει αυτό, απλώς η συνολική υπεραξία που παράγεται μετατοπίζεται προς όφελός τους σε βάρος των μη ολιγοπωλητών ανταγωνιστών τους. Δεν παράγουν υπεραξία εκ του μηδενός τα ολιγοπώλια. Τα ολιγοπώλια που είναι παμπάλαια από την εποχή του Μαρξ καθώς και τα μονοπώλια στα οποία αναφέρεται ο Λένιν, ο Χίλφερντινγκ και ο Χόμπσον δεν αλλοιώνουν τον νόμο της αξίας. Θα δούμε αργότερα ότι σε αυτή την πλάνη συνέβαλε άθελά του και ο Χίλφερντινγκ με μια λαθεμένη διατύπωση, η οποία απομονώνεται από επιτήδειους για να χτυπήσουν τον νόμο της αξίας. Ο Χίλφερντινγκ στο έργο του φρόντισε να εξηγήσει ακριβώς πως η υπεραξία διαμοιράζεται σε μονοπωλητές καπιταλιστές και μη μονοπωλητές καπιταλιστές, διαφωτίζοντας την ιστορική εξέλιξη προς τον συνδυασμό.
Στον αφηρημένο κόσμο μας η ζήτηση είναι πάντα ίση με την προσφορά σε ένα συγκεκριμένο σημείο ισορροπίας. Το σημείο ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης μπορεί να μεταβληθεί στην επόμενη εξεταζόμενη περίοδο για τα νέα εμπορεύματα, αν οι όροι της υλικής παραγωγής έχουν εντωμεταξύ μεταβληθεί και έχουν επηρεάσει τη ζήτηση ή την προσφορά ή και τα δυο. Επειδή ακριβώς στον πραγματικό κόσμο η ζήτηση και προσφορά μπορεί να αποκλίνουν σε μία περίοδο, οι πραγματικές τιμές μεταβάλλονται γύρω από μέσους όρους που αντιστοιχούν στα σημεία ισορροπίας όπου η ζήτηση εξισώνεται με την προσφορά. Επειδή ακριβώς υποθέτουμε ότι εξετάζουμε πάντα την κοινωνικά αναγκαία εργασία και την εργασία κάθε κλάδου την αναγάγουμε στην κοινωνικά αναγκαία, οι μέσοι όροι της τιμής πώλησης των εμπορευμάτων, στον αφηρημένο κόσμο μας, ταυτίζονται με τις αξίες. Αργότερα θα δούμε ποια είναι ακριβώς η διαφορά του μέσου όρου της πραγματικής τιμής πώλησης και της αξίας, όταν άρουμε την αφαίρεση και την ιδιαίτερη αναγωγή σε κάθε κλάδο της παραγωγής.
Η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος Ε είναι η ιδιότητα του να ανταλλάσσεται με συγκεκριμένες ποσότητες απ’ όλα τα εμπορεύματα που κυκλοφορούν στην αγορά. Αυτή η εξισωτική σχέση μη ομοειδών εμπορευμάτων προκύπτει ακριβώς από τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε για την παραγωγή τους, δηλαδή την αξία τους. Για παράδειγμα, έστω ότι χρειάζονται 50 ώρες κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή ενός τόνου πορτοκαλιών και 70 ώρες εργασίας για ένα τόνο λεμόνια. Τότε η ισοδύναμη σχέση ανταλλαγής σύμφωνα με τον νόμο της αξίας θα είναι 10 κιλά πορτοκάλια = 50/70*10= 7,14 κιλά λεμόνια. Η σχετική αξία ενός εμπορεύματος είναι η εξισωτική σχέση με ένα άλλο συγκεκριμένο εμπόρευμα. Η αξία ενός εμπορεύματος μπορεί να μειώνεται και η σχετική του αξία με άλλα εμπορεύματα να αυξάνει, εφόσον ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας στα άλλα εμπορεύματα μειώνεται περισσότερο. Υποθέτουμε ότι μεσολαβεί μια τεχνολογική βελτίωση στην αγροτική παραγωγή. Τμήμα της συγκομιδής γίνεται με μηχανήματα και βελτιώνονται τα λιπάσματα. Τώρα ένας τόνος πορτοκαλιών απαιτεί 40 ώρες εργασίας και ένας τόνος λεμονιών 50 ώρες. Η νέα ισοδύναμη σχέση ανταλλαγής σύμφωνα με τον νόμο της αξίας θα είναι 10 κιλά πορτοκάλια = 40/50*10= 8 κιλά λεμόνια. Παρότι η αξία των πορτοκαλιών έπεσε, η σχετική αξία των πορτοκαλιών ως προς τα λεμόνια αυξήθηκε γιατί η μείωση της αξίας των λεμονιών ήταν μεγαλύτερη. Ας υποθέσουμε τώρα ότι μια ώρα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας παράγει αξία λ=5 ευρώ και ότι είναι σταθερή σε δυο περιόδους. Τότε στην πρώτη περίοδο η αξία ενός τόνου πορτοκάλια είναι 250 ευρώ και στη δεύτερο περίοδο 200 ευρώ.
Σχήμα 24. Οι καμπύλες της προσφοράς και της ζήτησης για την αξία των πορτοκαλιών για μια χώρα λίγο μεγαλύτερη από την Ελλάδα
Στο Σχήμα 24 παρουσιάζονται οι καμπύλες της ζήτησης και της προσφοράς. Η καμπύλη της ζήτησης είναι η συνάρτηση της τιμής ενός τόνου πορτοκαλιών ως προς την ποσότητα των τόνων που προσφέρονται. Σε αυτή τη τιμή είναι πρόθυμη να αγοράσουν καταναλωτές. Η καμπύλη της ζήτησης είναι φθίνουσα συνάρτηση της ποσότητας. Δεν είναι γραμμική σε όλο το τμήμα των ποσοτήτων, αλλά μπορεί να προσεγγιστεί τμηματικά γραμμική για ένα συγκεκριμένο εύρος ποσότητας τόνων. Αντίστοιχα, η καμπύλη της προσφοράς είναι η συνάρτηση της τιμής ενός τόνου πορτοκαλιών ως προς την ποσότητα των τόνων που προσφέρονται. Γενικά η καμπύλη της προσφοράς είναι αύξουσα συνάρτηση της ποσότητας. Στο απλό μας παράδειγμα τη θεωρούμε σταθερή για ένα περιορισμένο εύρος ποσότητας. Όταν μειώνεται η αξία του εμπορεύματος, η καμπύλη της προσφοράς πέφτει προς τα κάτω. Τα σημεία τομής τα καμπύλης της προσφοράς και της ζήτησης είναι οι αξίες. Στην πρώτη περίοδο το σημείο τομής και σημείο ισορροπίας είναι 250 ευρώ ο τόνος για ποσότητα 1,833 εκατομμύρια τόνους. Στη δεύτερο περίοδο το σημείο τομής και σημείο ισορροπίας είναι 200 ευρώ ο τόνος για ποσότητα 2 εκατομμύρια τόνους. Αν στη δεύτερη περίοδο η προσφορά είναι 1,833 εκατομμύρια τόνοι, μειωμένη κατά 0,167 τόνους από τη ζήτηση στο σημείο ισορροπίας, η εμπορική τιμή είναι 250 ευρώ, 50 ευρώ πάνω από την αξία ενός τόνου που είναι ίση με 200 ευρώ. Αντιθέτως, αν βρισκόμαστε στην πρώτη περίοδο με σημείο ισορροπίας 1,833 εκατομμύρια τόνους και η ζήτηση είναι 2 εκατομμύρια τόνοι, αυξημένη κατά 0,167 τόνους από τη ζήτηση στο σημείο ισορροπίας, τότε η εμπορική τιμή είναι 200 ευρώ, 50 ευρώ κάτω από την αξία του τόνου που είναι ίση 250 ευρώ, γιατί η ζήτηση είναι αυξημένη κατά 0,167 εκατομμύρια τόνους από το σημείο ισορροπίας. Οι μεταβολές, λοιπόν, των τιμών γύρω από τις αξίες που εξετάζουμε δεν έχουν να κάνουν με κάποια κατανομή μιας τυχαίας μεταβλητής και οι μέσες τιμές δεν είναι σημεία σύγκλισης σε στατιστική ισορροπία.
Ιστορικά κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της εμπορευματικής παραγωγής είτε στις δουλοκτητικές κοινωνίες της αρχαιότητας, είτε στην περίοδο της φεουδαρχίας, ένα εμπόρευμα ξεχώριζε ως γενικό ισοδύναμο στη σχέση της καθολικής εξισωτικής σχέσης της ανταλλακτικής αξίας, έχοντας το ρόλο του μέτρου των αξιών, δηλαδή του χρήματος Χ. Η σχετική αξία του εμπορεύματος Ε με το χρήμα Χ μας δίνει -στον αφηρημένο κόσμο μας- αμέσως το μέτρο της αξίας του, χωρίς να χρειαζόμαστε την καθολική εξισωτική σχέση με όλα τα εμπορεύματα. Στον πραγματικό κόσμο το χρήμα είναι έμμεσα το μέτρο της αξίας. Το γενικό ισοδύναμο συνήθως ήταν κάποιο πολύτιμο μέταλλο, χρυσός, ασήμι που ήταν σπάνιο συγκριτικά με τα άλλα εμπορεύματα και ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή του σχεδόν αμετάβλητος, έτσι κατά την ολοκλήρωση της πώλησης Ε-Χ, ο εμπορευματοπαραγωγός ήταν σίγουρος ότι το Χ θα έχει την ίδια αξία στο μέλλον κατά την αγορά των ειδών που ήθελε με την ολοκλήρωση της αγοράς Χ-Ε. Όταν τα πολύτιμα μέταλλα αναδείχθηκαν σε γενικά ισοδύναμα στα βάθη της δουλοκτησίας, δεν υπήρχε το εύρος και η συχνότητα των συναλλαγών που ακολούθησαν αργότερα.
Το χρήμα με περιεχόμενο τα πολύτιμα μέταλλα (συγκεκριμένα ασήμι) ως γενικό ισοδύναμο αξιοποιήθηκε αρχικά κυρίως από τους πρώτους μεγάλους εμπόρους στην αρχαία Μεσοποταμία για μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων κατά την συγκέντρωσή τους από πολύ διαφορετικές και απομακρυσμένες περιοχές κάποια στιγμή ανάμεσα στο 3100 π.Χ. και 2500 π.Χ. Τα εμπορικά δρομολόγια ακολουθούσαν τον Τίγρη και τον Ευφράτη, φτάνοντας στον Περσικό Κόλπο και έφταναν μέχρι την Αίγυπτο, αλλά και την κοιλάδα του Ινδού Ποταμού. Σε αντίθεση με άλλα εμπορεύματα που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ως γενικό ισοδύναμο, π.χ. δέρματα ζώων, ή βόδια, τα πολύτιμα μέταλλα έχουν την ιδιότητα να κόβονται σε πανομοιότυπες μονάδες, αντιθέτως ζώο από ζώο και δέρμα από δέρμα μπορεί να έχουν διαφορετική ποιότητα και η αξιολόγησή της δεν γίνεται με ένα απλό ζύγισμα. Κατά την ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής τα δουλοκτητικά κράτη άρχισαν να κόβουν χρυσά, αργυρά ή χάλκινα νομίσματα και έτσι τα πολύτιμα μέταλλα χρησίμευαν πολύ πιο εύκολα στην αγοραπωλησία των εμπορευμάτων. Τα νομίσματα έφεραν σύμβολα ή υπογραφές της πόλης που τα έκοψε, λειτουργώντας ως εγγύηση της ποιότητάς τους. Τέλος, τα μεταλλικά νομίσματα μπορούν εύκολα να λιώσουν και να σχηματίσουν θησαυρούς από πλάκες αποσυρόμενα από την απλή εμπορευματική κυκλοφορία Ε-Χ-Ε.
Μια από τις βασικές λειτουργίες του χρήματος στο παρελθόν ήταν το μέσο αποθησαυρισμού. Σε περιόδους οικονομικής αναταραχής ή πολεμικής σύρραξης το χρυσάφι ή το ασήμι ήταν τα καλύτερα μέσα για τη διαφύλαξη της αξίας, ιδιαίτερα όταν τα νομίσματα νοθεύονταν με φτηνότερα μέταλλα από τις αρμόδιες διοικήσεις που τα έκοβαν, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους. Σε ειρηνικές περιόδους και περιόδους ανάπτυξης, τα εμπορικά πλεονάσματα μετατρέπονταν σε κοσμήματα και πολύτιμα στολίδια για τη διακόσμηση ναών και σπιτιών καθώς και σε ασημένια αγγεία για το νοικοκυριό της αριστοκρατίας, ως σύμβολα του πλούτου των κατόχων τους. Μεγάλο τμήμα αυτού του αποθησαυρισμένου πλούτου της αρχαιότητας, δεν ανευρέθηκε, όχι γιατί λεηλατήθηκε από βάρβαρους κατακτητές, αλλά γιατί μετατράπηκε ξανά σε χρήμα την περίοδο της οικονομικής παρακμής των πόλεων.
Στις χαμηλότερες βαθμίδες ανάπτυξης της εμπορευματικής κυκλοφορίας είτε στην δουλοκτησία, είτε στην αρχή της φεουδαρχίας, οι εμπορικές συναλλαγές δεν είχαν τον καθολικό χαρακτήρα που απέκτησαν στο έδαφος του καπιταλισμού. Μεγάλο τμήμα της παραγωγής εξακολουθούσε να βασίζεται στη φυσική οικονομία και τμήμα της να καταναλώνεται από τους παραγωγούς της αγρότες. Η άμεση ανταλλαγή προϊόντων από το πλεόνασμα της παραγωγής που δεν αξιοποιείτο για ατομική κατανάλωση, π.χ. το στάρι με κρέας, ψάρι ή βαμβάκι, λινάρι και μαλλί για την παραγωγή ρουχισμού, εξακολουθούσε να παίζει σημαντικό ρόλο για τη πλειοψηφία του πληθυσμού που ασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Δεν υπήρχε ο καταμερισμός της εργασίας που υπάρχει σήμερα, όταν το προϊόν κάθε ξεχωριστής ωφέλιμης εργασίας (π.χ. υφαντουργίας, μεταλλουργίας, αλιείας) μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Το γαλατικό χωριό του Αστερίξ είναι μια ετεροχρονισμένη γελοιογραφία-μικρογραφία της υπαίθρου της εποχής του Γκοσινί, όχι των Γαλατών που κατέλαβαν οι Ρωμαίοι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου