Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός από θέση ισχύος (Μέρος Τρίτο)

Sberbank, VTB, Gazprombank οι τρεις ισχυρότεροι κολοσσοί του χρηματιστικού κεφαλαίου του ρωσικού ιμπεριαλισμού

Συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου

Aπ’ την ως τώρα εξέταση της συγκρότησης των ρωσικών μονοπωλίων είναι φανερό ότι η συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε από την περίοδο των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων του Γιέλτσιν. Οι πρώτοι καπιταλιστές της Περεστρόικα συγκροτούσαν μικρές εμπορικές τράπεζες (π.χ. Oneksim, Menatep) ή καρτέλ σε τμήμα της βιομηχανίας (Interros), εξαγοράζοντας σταδιακά μεγάλα παραγωγικά μεγαθήρια της χώρας (π.χ. Lukoil, Norilsk, Yukos). Οπως τονίσαμε στο Δεύτερο Μέρος της ανάλυσής μας, τα παραγωγικά αυτά μεγαθήρια συνένωναν τεράστιες εργοστασιακές μονάδες από την εποχή της κρατικοκαπιταλιστικής «ΕΣΣΔ». Η εξαγορά έγινε σε αντίτιμο ενός κλάσματος της πραγματικής τους κεφαλαιακής αξίας.

Οι υπάρχουσες εμπορικές τράπεζες άρχισαν χρηματοδοτούνται κυρίως από τη συμμετοχή των κεφαλαίων των ολιγαρχών της ενέργειας και της εξόρυξης που αποκτούσαν ρευστό από τις εξαγωγές των εμπορευμάτων τους. Η δανειοδότηση απευθυνόταν κυρίως στους μεγάλους καπιταλιστές εξαγωγείς της χώρας. Η Αlfa και η Gazprombank ήταν οι βασικές τράπεζες που αναδείχθηκαν από την έξαρση της εξαγωγής πετρελαίου και αερίου. Το ενεργό κεφάλαιο των τραπεζών αυτών ήταν ελάχιστο σε σχέση με το πάγιο κεφάλαιο των βιομηχανικών μεγαθηρίων που άρχισαν να ελέγχουν.

Ο πρώτος μεγάλος μεγιστάνας του κεφαλαίου, ο Μπορίς Μπερεζόφσκι, που στήριζε ενεργά τον Γιέλτσιν στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις και αργότερα συνέβαλε στην ανάδειξη του Πούτιν στην πρωθυπουργία, υποστήριζε το 1996 σε συνέντευξή του στους Financial Times, ότι εφτά τράπεζες έλεγχαν περίπου το 50% του παραγωγικού δυναμικού της ρωσικής οικονομίας [1]. Τα 22 ιδιωτικά μονοπώλια που αναφέραμε στο Δεύτερο Μέρος της ανάλυσής μας και διασυνδέονταν με τις πρώτες εμπορικές τράπεζες, επέκτειναν τον έλεγχό τους σε όλους τους σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας. 10 από τα 22 μονοπώλια κατείχαν το 60,2% των μετοχών του χρηματιστηρίου της Ρωσίας τον Ιούνη του 2003.

Σε έρευνά του, που πραγματοποίησε ο Αντρέι Κοζλόφ το 2002, τότε Επικεφαλής του Τμήματος Ρυθμίσεων Τραπεζών της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας, αποκάλυπτε ότι οι επτά από τις 30 κορυφαίες τράπεζες ήταν «τράπεζες τσέπης» πετρελαϊκών επιχειρήσεων και κατείχαν 35%-40% του συνόλου των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων [2]. Ο Κοζλόφ κατονόμαζε τις προμήθειες που χρεώνουν στις εξαγωγές-εισαγωγές ως κύρια πηγή του κέρδους τους. Η άλλη πηγή κέρδους ήταν ο δανεισμός εντός του επιχειρηματικού κλάδου που ανήκαν οι τράπεζες.

Εχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε εδώ τον Λένιν που περιέγραφε στο βιβλίο του [Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, τ. 27 σελ. 356] τη συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου στο μονοπωλιακό καπιταλισμό της τσαρικής Ρωσίας (σ.σ.: οι επισημάνσεις παντού παρακάτω δικές μας):

«Ο συγγραφέας υπολογίζει όλο το “δυναμικό” των μεγαλύτερων τραπεζών της Πετρούπολης σε 8235 εκατομμύρια ρούβλια, σχεδόν 81/4 δισεκατομμύρια, και τη “συμμετοχή”, ή σωστότερα την κυριαρχία των ξένων τραπεζών, την κατανέμει έτσι: γαλλικές τράπεζες 55%, αγγλικές 10%, γερμανικές 35%. Απ’ αυτό το ποσό των 8235 εκατομμυρίων ενεργού κεφαλαίου τα 3687 εκατομμύρια, δηλαδή πάνω από τα 40%, ανήκει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συγγραφέα στα συνδικάτα της βιομηχανίας του πετρελαίου, της μεταλλουργίας και του τσιμέντου. Συνεπώς η συγχώνευση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, σε σχέση με τη δημιουργία καπιταλιστικών μονοπωλίων έχει κάνει και στη Ρωσία τεράστια βήματα προς τα μπρος»

Πέραν της σημαντικής διαφοράς για τη συνένωσης βιομηχανιών σε τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα από την εποχή της σοσιαλιμπεριαλιστικής «ΕΣΣΔ» που έχουμε ήδη επισημάνει, η κυριαρχία των ξένων τραπεζών είναι ασήμαντη σε σχέση με την εποχή του Λένιν, ένδειξη της ισχύος του ρωσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού σήμερα. Συγκεκριμένα η ξένη συμμετοχή είναι λιγότερο από 10% του αθροίσματος των ισολογισμών των τραπεζών. Ως ισολογισμό μιας τράπεζας (total assets) ορίζουμε το άθροισμα του ενεργητικού της, δηλαδή έσοδα από δάνεια, από προεξοφλήσεις συναλλαγματικών, έσοδα από επενδύσεις σε μετοχές και του παθητικού της (total liabilities), δηλαδή τις χρεωστικές της οφειλές από τους τόκους που καταβάλλει για τις καταθέσεις των πολιτών και επιχειρήσεων και δανείων που έχει λάβει η ίδια η τράπεζα. Το ενεργητικό μιας τράπεζας περιγράφει το σύνολο των εσόδων της από τόκους (από δάνεια) και μερίσματα (από χρηματιστηριακούς τίτλους) που εισπράττει. Το παθητικό μας δίνει την εικόνα για το σύνολο των χρημάτων που πληρώνει σε τόκους. Τμήμα των κερδών των τραπεζών προκύπτει από τη διαφορά των τόκων των δανείων που παρέχουν και των τόκων των καταθέσεων που πληρώνουν. Στα δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες, αξιοποιούν πέραν του δικού τους κεφαλαίου και σημαντικό τμήμα των καταθέσεων, που δεν τους ανήκει. Επειδή οι καταθέσεις σπάνια μετακινούνται μαζικά από τις τράπεζες, οι τράπεζες αξιοποιούν μεγάλο κομμάτι τους σε δικές τους επικερδείς δραστηριότητες. Σημαντικό τμήμα των κερδών των χρηματιστικών κολοσσών σήμερα, όμως, προκύπτει, και από κεφαλαιοποίηση δικών τους εσόδων από δραστηριότητες του ενεργητικού τους που μεταπουλούν ως ξεχωριστούς τίτλους (παράγωγα) στην αγορά παραγώγων, εξασφαλίζοντας επιπλέον κέρδη, ανεβάζοντας στα ύψη το παθητικό τους.

Ο Αντρέι Κοζλόφ δολοφονήθηκε το Σεπτέμβρη του 2006 από αγνώστους οπλοφόρους σε ενέδρα που του έστησαν στη Μόσχα. Λίγο νωρίτερα, τον Ιούνη είχε απαιτήσει να ανοιχτούν οι λογαριασμοί σε τράπεζες της Εσθονίας όπου ο Κοζλόφ είχε δώσει εντολή για διερεύνηση ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, από κεφαλαιακές ροές που προερχόταν από ομίλους της Ρωσίας. Παρά την έρευνα που συνεχίστηκε μετά το θάνατο του Κοζλόφ για τα μάτια του κόσμου δεν βρέθηκε τίποτα το σπουδαίο. To 2018 ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο με τo ξέπλυμα χρήματος στη θυγατρική της δανέζικης Danske Bank στην Εσθονία. Υπολογίζεται ότι 200 δισεκατομμύρια δολάρια (τεράστιο ποσό για την πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης) ξεπλύθηκαν από τις συναλλαγές της δανέζικης θυγατρικής με ροές που προέρχονταν κυρίως από την ίδια την Εσθονία, τη Ρωσία, την Κύπρο, και αλλού, δηλαδή (πέραν της ίδιας της Ρωσίας) φορολογικούς παραδείσους όπου κρύβουν τα αδήλωτα κέρδη τους οι ρώσοι μεγιστάνες του κεφαλαίου και ξέπλεναν με τη βοήθεια της δανέζικης θυγατρικής τράπεζας στο πλυντήριο της Εσθονίας προκειμένου να χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με τη σύντομη ιστορική επισκόπηση της συγχώνευσης του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου μετά την περίοδο της Περεστρόϊκα του ρώσου Σεργκέϊ Λουτόσκιν, εκτενή αποσπάσματα της οποίας παραθέσαμε στο Δεύτερο Μέρος της ανάλυσής μας  ([3]):

«Πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να υποβάλλουν αιτήσεις για δάνεια σε εμπορικές τράπεζες με την ελπίδα της βοήθειάς τους στην έξοδο από κατάσταση κρίσης. Ετσι συγχωνεύτηκε το τραπεζικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, το επίπεδο συγκέντρωσης του τραπεζικού κεφαλαίου το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 ήταν πολύ χαμηλότερο από το βιομηχανικό.  […] Ο τραπεζικός κλάδος εκπροσωπήθηκε κυρίως από μικρές τράπεζες με ελάχιστο ενεργό κεφάλαιο. Πολλές τράπεζες που περιλαμβάνονται στο σύστημα των χρηματοοικονομικών και βιομηχανικών ομίλων (σ.σ.: έτσι περιγράφει ο συγγραφέας το χρηματιστικό κεφάλαιο που προκύπτει από την συγχώνευση βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου) αρχικά δεν διέθεταν αρκετό κεφάλαιο κίνησης για να χρηματοδοτήσουν πλήρως τον έναν ή τον άλλο βιομηχανικό όμιλο ως σύνολο. Το γεγονός αυτό έγινε ένας από λόγους ανόδου και σταθερής ανάπτυξης εκείνων των χρηματοπιστωτικών-βιομηχανικών ομίλων που διέθεταν μεγάλο βιομηχανικό πυρήνα»

Οπως αναπτύχθηκαν τα αμερικανικά τραστ (του ατσαλιού του Morgan και του πετρελαίου του Ροκφέλερ), τα ρωσικά μονοπώλια (ατσαλιού, πετρελαίου, τσιμέντου) και τα γερμανικά καρτέλ (της βιομηχανίας του Ρουρ) πάνω στον χρηματιστηριακό και μονοπωλιακό έλεγχο βασικών εμπορευμάτων της και τελικά συνδέθηκαν με τις μεγάλες τράπεζες (η JP Morgan που προέρχεται από το τραστ του Μόργκαν και η Chase Bank του Ροκφέλερ, σήμερα έχουν συγχωνευθεί στη JP Morgan Chase), έτσι τα σύγχρονα ρωσικά μονοπώλια (κρατικά ή ιδιωτικά) γύρω από την ενέργεια και τη μεταλλουργία συνδέθηκαν με τις πρώτες εμπορικές τράπεζες και άρχισαν να ελέγχουν χρηματιστηριακά και μονοπωλιακά όλους τους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου, με τη σημαντική διαφορά ότι η συγκέντρωση της παραγωγής στους βιομηχανικούς κλάδους που συνένωναν εκατοντάδες μεγάλες επιχειρήσεις είχε ήδη σχηματιστεί στην σοσιαλιμπεριαλιστική ΕΣΣΔ.

Πλάι στις τράπεζες των μεγιστάνων του κεφαλαίου το ρωσικό κράτος, εκπληρώνοντας το ρόλο του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη», και μάλιστα του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη μονοπωλητή», άρχισε να ενισχύει τις κρατικές τράπεζες Sberbank και VTB. Στη πρώτη τράπεζα συγκεντρώνονταν από την εποχή του Γιέλτσιν οι περισσότεροι λογαριασμοί των πολιτών της Ρωσίας, συγκροτώντας γρήγορα τεράστια ποσά καταθέσεων αναγκαία για τη δανειοδότηση όλων των κλάδων της οικονομίας. Σταχυολογούμε από την ανάλυση του BankTrack (διεθνές παρατηρητήριο τραπεζικών δραστηριοτήτων):

Για τη Sberbank, «ενώ ο προσωπικός δανεισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη κατηγορία (22%), ο τομέας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι ο πιο σημαντικός (20%), ακολουθούμενος από το εμπόριο με 14% και τα τρόφιμα και τη γεωργία με 8%. Το συνολικό χαρτοφυλάκιο αυξήθηκε γρήγορα από 180 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2009 σε 260 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2011, σημειώνοντας αύξηση 44%.»

Σύμφωνα με τους πίνακες που παρατίθενται η κατασκευή μηχανών άγγιζε το 4% της συνολικής δανειοδότησης και η μεταλλουργία και εξόρυξη το 4% επίσης.

Για τη VTB, «το χαρτοφυλάκιο εταιρικών δανείων της VTB έφτασε τα 3,8 τρισεκατομμύρια ρούβλια (117 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) το 2011. [..] Ενώ ο προσωπικός δανεισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη κατηγορία (18%), ο τραπεζικός και ο χρηματοοικονομικός τομέας ήταν ο μεγαλύτερος το 2011, αντιπροσωπεύοντας το 13% των δανείων και ακολουθεί ο κατασκευαστικός τομέας με 12% και η μεταποίηση με 10%.»

Καθώς άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία η οικονομία της Ρωσίας μετά το 1999 με τις εξαγωγές εμπορευμάτων των μονοπωλιακών κολοσσών της εξόρυξης, το άθροισμα των ισολογισμών όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ρωσίας άρχισε να εκτινάσσεται, φτάνοντας το 2017 στο 1,88 του ρωσικού ΑΕΠ, και το 2020 το διπλάσιο του ρωσικού ΑΕΠ.

 

Αθροισμα ισολογισμών (total assets) όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ρωσίας από το 2002 έως το 2017 σε δισεκατομμύρια δολάρια (πηγή: https://www.statista.com/statistics/1021044/total-assets-of-financial-corporations-in-russia/)

 Οι τρεις μεγάλες τράπεζες της Ρωσίας (Sberbank, VTB, Gazprombank) κατέχουν πάνω από το ήμισυ των εταιρικών καταθέσεων και των εταιρικών δανείων στη χώρα από το Δεκέμβρη του 2020. Μεταξύ αυτών η Sberbank προηγείται με περίπου το 1/5 και το 1/3 των εταιρικών καταθέσεων και εταιρικών δανείων αντίστοιχα.

Καταθέσεις από λογαριασμούς επιχειρήσεων (μπλε) και δάνεια σε επιχειρήσεις (μαύρο) ως ποσοστό του αθροίσματος των ισολογισμών των τραπεζών για κάθε μια από τις προσδιοριζόμενες τρεις τράπεζες (Sberbank, VTB, Gazprombank)

 
Ποσά καταθέσεων της Sberbank σε δισεκατομμύρια ρούβλια

Οπως εξηγήσαμε αναλυτικά στο Πρώτο Μέρος της Ανάλυσής μας, το ρωσικό ΑΕΠ αποτιμημένο στη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού κρύβει σημαντικό τμήμα της παραγωγής και της παραγωγικότητας του ρωσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού λόγω της ισχύος του «πετροδολαρίου». Αποτιμημένο στην Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης (PPP), το ρωσικό ΑΕΠ το 2018 ανερχόταν σε έκτη δύναμη διεθνώς (4,2 τρισεκατομμύρια δολάρια), αμέσως κάτω από το γερμανικό ΑΕΠ (4,4 τρισεκατομμύρια δολάρια), με την Μεγάλη Βρετανία να κατακτά την ένατη θέση (3 τρισεκατομμύρια δολάρια). Υπό αυτή την οπτική πρέπει να εξετάσουμε και την ισχύ των χρηματιστικών κολοσσών του ρωσικού ιμπεριαλισμού μέσω του αθροίσματος των ισολογισμών των ιδρυμάτων της που είναι δυο φορές το ρωσικό ΑΕΠ.

Αν εξετάσουμε το λόγο του συνολικού ισολογισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως προς το ΑΕΠ σε δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα δούμε ότι αυτός έχει εκτοξευτεί πάνω από 2 φορές (π.χ. 2,91 στη Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία 5,11). H Sberbank η μεγαλύτερη τράπεζα σε ισολογισμό, είχε 31 τρισεκατομμύρια ρούβλια σε παθητικό το 2020, όταν το συνολικό ρωσικό ΑΕΠ ήταν 106 τρισεκατομμύρια ρούβλια. To 2021 o ισολογισμός της ήταν 39 τρισεκατομμύρια ρούβλια. Το παθητικό της γερμανικής Deutsche Bank ήταν περίπου 1,26 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2020, όταν το γερμανικό ΑΕΠ ήταν 3,367 τρισεκατομμύρια ευρώ. Ο ισολογισμός της Deutschebank ήταν 1,513 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η βρετανική HSBC είχε παθητικό ύψους 2,779 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2020, όταν το βρετανικό ΑΕΠ ήταν 2,7 τρισεκατομμύρια δολάρια! Ο ισολογισμός της HSBC ήταν 2,98 τρισεκατομμύρια δολάρια. Στη περίπτωση της Sberbank η συνεισφορά των καταθέσεων στο παθητικό της είναι πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες δυτικές τράπεζες. Οι ρωσικές τράπεζες έχουν προσανατολιστεί σημαντικά στην εσωτερική ρωσική αγορά μετά το 2014 προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον οικονομικό πόλεμο των κυρώσεων και τα πήγαιναν περίφημα, γιατί η ρωσική εσωτερική αγορά είναι η αναπτυγμένη αγορά μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής χώρας.

H διαφορά του ισολογισμού μείον του παθητικού για τις τρεις μεγάλες τράπεζες, δείχνει ότι τα έσοδα της Sberbank ήταν συγκρίσιμα ή και μεγαλύτερα από αυτές. Η κερδοφορία των ρωσικών χρηματιστικών κολοσσών δεν είναι μικρή, αντιθέτως. Το 2021 οι ρωσικές τράπεζες είχαν 2,4 τρισεκατομμύρια ρούβλια σε κέρδη δηλαδή 31 δισεκατομμύρια δολάρια αποτιμημένα στη συναλλαγματική ισοτιμία ρουβλιού-δολαρίου. H Sberbank είχε κέρδη (net profit) 1,25 τρισεκατομμύρια ρούβλια, δηλαδή, με τη τοτινή συναλλαγματική ισοτιμία, 12,40 δισεκατομμύρια δολάρια. Αντιθέτως, η Deutsche Bank εμφάνιζε κέρδη (net profit) μόλις 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2021 και η HSBC δήλωνε κέρδη προ φόρων 18,9 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι συγκρίσεις αυτές αναδεικνύουν παραστατικά από τη μια την σημαντική ισχύ που έχει το ρωσικό χρηματιστικό κεφάλαιο στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας (το ενεργητικό της Sberbank και η κερδοφορία της είναι τεράστια ποσά συγκρίσιμα με αυτά των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρώπης και ο λόγος του του αθροίσματος του ισολογισμού των ρωσικών τραπεζών 2 φορές το ρωσικό ΑΕΠ), από την άλλη τις τεράστιες δυνατότητες που έχει ο ρωσικός ιμπεριαλισμός για την παραπέρα ανάπτυξη της οικονομίας του, δυνατότητες που προσκρούουν στο γεγονός ότι οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έχουν ήδη κατοχυρώσει μεγαλύτερη διεθνή επέκταση σε σφαίρες επιρροής, λεηλατώντας περισσότερο τον παραγόμενο πλούτο στις εξαρτημένες χώρες του πλανήτη, πράγμα που θα δούμε στην επόμενη ενότητα για το χρηματιστικό κεφάλαιο και αργότερα με την εξαγωγή κεφαλαίου.

O κόσμος έχει ήδη μοιραστεί σε σφαίρες επιρροής από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών και ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έχασε αρκετές σφαίρες επιρροής κατά την κατάρρευσή του τη δεκαετία του 90. Προκειμένου να αναπτυχθεί παραπέρα ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, πολύ παραπάνω από τα όρια της δικής του οικονομίας, θα πρέπει να μπορεί απρόσκοπτα να αυξήσει τις επενδύσεις του στις εξαρτημένες χώρες της Ευρώπης, όπου η υπαρκτή βιομηχανία επιτρέπει την απόσπαση κέρδους με ελάχιστες επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, κυρίως με εξαγορά του πακέτου ελέγχου των μετοχών ή να διευρύνει τις κεφαλαιακές συνεργασίες του σε επενδύσεις στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες.

Οι αντίπαλοι του ρωσικού ιμπεριαλισμού, όμως, δεν πρόκειται να παραδώσουν ότι έχουν κατοχυρώσει στην ανατολική Ευρώπη, ούτε βέβαια να ενισχύσουν τη κεφαλαιακή συνεργασία μαζί του, ειδικά οι ΗΠΑ. Οπως θα δούμε παρακάτω μια από τις κορυφαίες επενδυτικές απόπειρες της Sberbank στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία της ΟPEL (θυγατρική της αμερικανικής General Motors), τορπιλίστηκε, εμμέσως πλην σαφώς, από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Η σημερινή εισβολή του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία πρέπει να εξεταστεί υπό το φως αυτής της ανελέητης σύγκρουσης. Τα νούμερα που παραθέσαμε, παραπάνω, εκτός όλων των άλλων αναδεικνύουν και την κρυφή ισχύ του βρετανικού ιμπεριαλισμού, που βασίζεται αφενός στο τεράστιο πιστωτικό κεφάλαιο που διαθέτει ο βρετανικός ιμπεριαλισμός, κληρονομιά απ’ την εποχή της βρετανικής αυτοκρατορίας και πλέον σε μεγάλο βαθμό στο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπηρεσιών που προσφέρει το City (το παθητικό των βρετανικών τραπεζών είναι σαφώς μεγαλύτερο απ’ αυτές των γερμανικών).

Τις πρώτες δυο δεκαετίες του εικοστού αιώνα άρχισε η ραγδαία επέκταση των κρατικών Sberbank και της VTB. Το 2004 η VTB εξαγόρασε το 85,8% της ρωσικής εμπορικής τράπεζας Guta Bank και απέκτησε την αρμενική Armsberbank, που ονομάστηκε VTB Armenia. Το 2005 απέκτησε το 75% των μετοχών της ρωσικής Promstroybank (PSB) και αγόρασε την ουκρανική Μriya. To 2007 σχημάτισε τη θυγατρική της στην Αγκόλα, γνωστή ως VTB África. Επίσης απέκτησε τη Slavneftebank στη Λευκορωσία και την μετονόμασε VTB Belarus. Πριν το 2014, η VTB ήταν η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ουκρανία.

Η Sberbank απέκτησε από τους μετόχους της το 2011 την αυστριακή Volksbank International AG και όλες τις θυγατρικές της στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, συγκεκριμένα σε: Σλοβακία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Κροατία, Ουκρανία, Σερβία Ερζεγοβίνη. H σημαντικότερη, όμως, επεκτατική της κίνηση, που αναπαριστά τη σημαντική δυναμική της εξαγωγής κεφαλαίου του ρωσικού ιμπεριαλισμού ήταν τον Σεπτέμβρη του 2009, όταν συμμετείχε σε κοινοπραξία με την καναδική αυτοκινητοβιομηχανία Μagna για την εξαγορά του 55% των μετοχών της General Motors German, στη σημαντικότερη θυγατρική της, τη γερμανική Opel. Η Sberbank τότε ήταν ο μεγαλύτερος πιστωτής της ρωσικής αυτοκινητοβιομηχανίας GAZ [4]. Η Sberbank θα έπαιρνε το 35% των μετοχών της Opel και η Magna το 20%. Με αυτή τη συμφωνία, η Ρωσία έμπαινε στη καρδιά της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Ομως ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν μπορούσε να επιτρέψει μια τέτοια συμφωνία. Παρότι η μητρική εταιρία, η αμερικανική General Motors είχε συναινέσει στη συμφωνία, διότι η OPEL εμφάνιζε τεράστιες μειώσεις κερδών και χρειαζόταν επειγόντως νέους πιστωτές, εγκατέλειψε την συμφωνία απροειδοποίητα 2 μέρες πριν πέσουν οι υπογραφές, ανακοινώνοντας αντ’ αυτού σχέδια «εξορθολογισμού» της ΟPEL (δηλαδή απολύσεις, συγχωνεύσεις τμημάτων κτλ…) Η εξαγορά σταμάτησε και η General Motors αναγκάστηκε να αποζημιώσει τη Sberbank.

Πηγές πέραν των προαναφερομένων

[1] Ownership concentration in Russian industry, Sergei Guriev, Andrei Rachinsky (2004)

Συγκέντρωση της ιδιοκτησίας στη Ρωσική Βιομηχανία

https://www.researchgate.net/profile/Sergei-Guriev/publication/4812472_Ownership_concentration_in_Russian_industry/links/0046351cbf0d04091c000000/Ownership-concentration-in-Russian-industry.pdf

[2] Anastasia Gnezditskaia (2005) ‘Unidentified Shareholders’: the Impact of Oil Companies on the Banking Sector in Russia, Europe-Asia Studies

Anastasia Gnezditskaia (2005) «Μέτοχοι που δεν έχουν αναγνωριστεί»: ο αντίκτυπος των εταιρειών πετρελαίου στον τραπεζικό τομέα στη Ρωσία, Μελέτες Ευρώπης-Ασίας

[3] Establishment of Financial-Industrial Groups in Russia at the turn of the 20th-21th centuries, Lutoshkin S.A., RUDN Journal, 2017

Ίδρυση Χρηματοοικονομικών-Βιομηχανικών Ομίλων στη Ρωσία στη μετάβαση του εικοστού προς τον εικοστό πρώτο αιώνα

πηγή στα ρωσικά εδώ

 https://journals.rudn.ru/russian-history/article/download/15762/14347

[4] Russian outward FDI and its policy context  by  Andrei Panibratov and Kalman Kalotay, Columbia FDI Profiles, No. 1, October 13, 2009

Ρωσικές άμεσες ξένες επενδύσεις και το πλαίσιο πολιτικής τους


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σημειώσεις πάνω στον σύγχρονο καπιταλισμό, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό

Για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό (συγκεντρωτικό)

Για την ισχυροποίηση της παλαιστινιακής αντίστασης στη Δυτική Οχθη –Η Φωλιά των Λεόντων