Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός από θέση ισχύος (Μέρος Δεύτερο)

Τα ρωσικά μονοπώλια εξόρυξης και εξαγωγής πετρελαίου στην αιχμή του δόρατος του ρωσικού ιμπεριαλισμού

Το πρώτο μέρος αυτή της σειράς σημειωμάτων για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό γράφτηκε από τον διαχειριστή του https://diethni-info.blogspot.com/ στην Κόντρα (eksegersi.gr), όταν ήταν μέλος της, σε άρθρο με τίτλο «Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός από θέση ισχύος». Η συνέχεια παρουσιάζεται σε αυτό το blog, γιατί η Κόντρα δεν ήθελε τη συνέχεια και εδώ που τα λέμε δεν ήθελε ούτε το πρώτο μέρος. Η συνέχεια είναι η εξέταση των λενινιστικών κριτηρίων για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό ένα-προς-ένα. Το πρώτο μέρος εξετάζει την πραγματική παραγωγή της Ρωσίας και δείχνει ότι το πετροδολάριο κρύβει την πραγματική ισχύ του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Η συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διακύμανση της τιμής του πετρελαίου που πουλιέται διεθνώς σε δολάρια και η Ρωσία βασίζεται κατά κύριο λόγο στην εξαγωγή πετρελαίου για το συνάλλαγμά της. Σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι έκτο διεθνώς μετά απ’ αυτό της Γερμανίας. Η εξαγωγή εμπορευμάτων της Ρωσίας βασίζεται κυρίως στο πετρέλαιο και δευτερευόντως στο φυσικό αέριο και σε άλλες πρώτες ύλες αναγκαίες για τη διεθνή βιομηχανική παραγωγή, πλην όμως η βιομηχανία της Ρωσίας απλώνεται σε όλο το φάσμα της βαριάς και ελαφριάς βιομηχανίας, καλύπτοντας κυρίως τις ανάγκες της εσωτερικής της αγοράς. Ηδη το 2013 πριν την σημαντική αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας προς όφελος του δολαρίου, κατόπιν του ενεργειακού πολέμου με τη Σαουδική Αραβία, η Ρωσία κατατασσόταν στην όγδοη θέση όσον αφορά το ΑΕΠ της, σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία εκείνης της εποχής.

Οι σφαίρες επιρροής της Ρωσίας εξετάστηκαν στο πρώτο μέρος. Η Ρωσία μαζί με τις σφαίρες επιρροής της στην Κεντρική Ασία και τη Λευκορωσία συνιστούν σχεδόν το 1/6 του πλανήτη. Eπιπρόσθετα ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έχει τεράστια πολιτική επιρροή στην Αφρική, γεγονός που παραδέχονται και τα προπαγανδιστικά επιτελεία των δυτικών ιμπεριαλιστών καθώς και σημαντική επιρροή στη Μέση Ανατολή. Η ιμπεριαλιστική Ρωσία είναι η δεύτερη χώρα σε στρατιωτική ισχύ μετά τις ΗΠΑ, δεύτερη σε πωλήσεις όπλων και σε αντίθεση με τη γενική πλάνη που επικρατεί σε όσους αποτιμούν τις πολεμικές δαπάνες της σε συναλλαγματική ισοτιμία, είναι αρκετά κοντά στις ΗΠΑ σε δαπάνες εξοπλισμού και έρευνας, αν λάβουμε υπόψη μας την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης και βέβαια το γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει ήδη ένα τεράστιο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα (το δεύτερο ισχυρότερο στον πλανήτη) στο οποίο εργάζονται εκατομμύρια εργαζόμενοι. Αυτά τα τελευταία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωσικού ιμπεριαλισμού, αντισταθμίζουν την ασθενέστερη οικονομική ισχύ που έχει η Ρωσία έναντι της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Κίνας και ως ένα βαθμό και των ίδιων των ΗΠΑ.

Σε αυτό το σημείωμα ξεκινάμε από την ιστορική συγκρότηση και ισχύ των ρωσικών μονοπωλίων.

Η ανάδυση της ρωσικής μονοπωλιακής αστικής τάξης από τα συντρίμμια της Περεστρόικα

Aπό την δεκαετία του 70 η κρατικοκαπιταλιστική «ΕΣΣΔ» είχε προσανατολιστεί στην εξαγωγή πετρελαίου για εξασφάλιση συναλλάγματος. Οι απανωτές αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, ήδη από τη χρουτσοφική περίοδο, είχαν παλινορθώσει τον καπιταλισμό με κρατικό μανδύα. Το κριτήριο του κέρδους υπαγόρευε τις επενδύσεις στην παραγωγή και τη διανομή. Για περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά την παλινόρθωση συμπυκνωμένα, μπορείτε να διαβάζετε το άρθρο του γράφοντος στην Κόντρα «Oι αναθεωρητές της Ιστορίας: Μεγαλορώσοι και ουκρανοί εθνικιστές». Στο μέλλον θα ακολουθήσει μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη με πίνακες και συγκεκριμένες «σοβιετικές» αναφορές για την αισθητή μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας τη χρουτσοφική περίοδο (*η ίδια η παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά τη χρουτσοφική περίοδο, δεν «έτρωγαν από τα έτοιμα» της περιόδου του σοσιαλισμού οι ρεβιζιονιστές, όπως διατείνονται ορισμένοι από καθαρή άγνοια ή αφέλεια*), όταν εδραιώθηκε η παλινόρθωση του καπιταλισμού με κρατικό μανδύα, καθώς και μια ολοκληρωμένη τεκμηρίωση της θέσης ότι στον άγριο ανταγωνισμό του μέγιστου κέρδους με τους προηγμένους καπιταλιστές της Δύσης η κρατικοκαπιταλιστική «ΕΣΣΔ» ηττήθηκε κατά κράτος. Η οικονομία παρέπαιε το 70 με αναιμική ανάπτυξη. Η ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 70 προσέφερε μια τελευταία ανάσα στο κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς. Η τιμή του πετρελαίου πολλαπλασιάστηκε απότομα διεθνώς και ξαφνικά η «ΕΣΣΔ» βρέθηκε με συνάλλαγμα από το πουθενά προκειμένου να καλύψει όλο το φάσμα των αναγκών της. Οταν τη δεκαετία του 1980 η τιμή του πετρελαίου έπεσε απότομα, κατόπιν αύξησης της παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία, η οικονομία άρχισε να καταρρέει και η Περεστρόικα ήταν μονόδρομος γιατί δεν υπήρχε συνάλλαγμα. Στην ακμή της παραγωγής πετρελαίου η «ΕΣΣΔ» παρήγαγε όσο και σήμερα, περίπου 11 με 12 εκατομμύρια βαρέλια τη μέρα. Γρήγορα όμως εξάντλησε τα πηγάδια και δεν υπήρχε ρούβλι για νέες επενδύσεις και εξόρυξη νέων πηγαδιών.

Πριν την ανεξέλεγκτη κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού της «ΕΣΣΔ» το 91, η Ρωσία είχε χάσει βασικές σφαίρες επιρροής της στην κεντρική Ευρώπη σε λίγους μήνες το 89 μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου. H oικονομία κατέρρεε και ο Γκορμπατσόφ δεν είχε καμία όρεξη να σύρει τον στρατό σε μια τυχοδιωκτική πολεμική εκστρατεία όταν αφενός δεν είχε κεφάλαια και αφετέρου η έκβασή της ήταν αβέβαιη. Προτίμησε να μείνει στις υποσχέσεις, «έπεα πτερόεντα» από τους αμερικανούς ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν πέραν της Γερμανίας, προκειμένου να προσανατολιστεί στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις εντός της χώρας του.

Την εποχή της Περεστρόικα το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο είχε καταργηθεί. Οσοι βρέθηκαν διευθυντές κρατικών επιχειρήσεων που συναλλάσσονταν απευθείας με καπιταλιστικές επιχειρήσεις της Δύσης εξασφάλιζαν πολύτιμο συνάλλαγμα σε δολάρια. Η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού είχε καταβαραθρωθεί. Kατέβαλλαν μισθούς σε υποτιμημένο ρούβλι και πουλούσαν τα παραγόμενα εμπορεύματα σε δολάρια. Τα δολάρια που συγκεντρώνονταν από των πώληση απλών φρούτων ή σωλήνων στην αγορά των δυτικών χωρών μετατρέπονταν σε ισχυρό κεφάλαιο εντός της ρωσικής αγοράς. Οι κάτοχοι αυτού του κεφαλαίου, συνήθως διευθυντές επιχειρήσεων, ή επιτήδειοι που συγκροτούσαν συνεταιρισμούς και ευνοούνταν από τις «μεταρρυθμίσεις» της ελεύθερης αγοράς της Περεστρόικα, άρχισαν να συγκροτούν εμπορικές τράπεζες και να συγκεντρώνουν στα χέρια τους χρεοκοπημένες κρατικές βιομηχανίες που είχαν μηδενικά αποθεματικά για να λειτουργήσουν.

Η ταχεία συγκέντρωση της παραγωγής στα χέρια των μεγιστάνων του κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε απότομα από το 1991 εως το 1998. Το παράνομο και νόμιμο κεφάλαιο που συγκεντρώθηκε επί Περεστρόικα νομιμοποιήθηκε την εποχή του Γιέλτσιν με δυο απανωτές αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που ξεπούλησαν έναντι πινακίου φακής τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και καίριων βιομηχανιών εξόρυξης και μεταποίησης της χώρας.

Ο έλεγχος της παραγωγής περνάει στα χέρια των μεγιστάνων του κεφαλαίου μετά από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας

Πριν προχωρήσουμε στην ιστορική επισκόπηση της δημιουργίας των ρωσικών μονοπωλιακών κολοσσών πρέπει να διασαφηνίσουμε το εξής: η απαιτούμενη συγκέντρωση και συσσώρευση κεφαλαίου που σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης  της παραγωγής οδηγεί σε μονοπώλια είχε προηγηθεί δεκαετίες πριν την κατάρρευση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στην «ΕΣΣΔ». Η τελευταία δεν πραγματοποιήθηκε σε μια δεκαετία. Αλλιώς, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν θα αναπτυσσόταν τόσο ραγδαία από το 1999 και έπειτα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι νέοι μεγιστάνες του κεφαλαίου απέσπασαν τα «κουπόνια ελέγχου» του σχηματισμένου πάγιου κεφαλαίου (τμήμα του σταθερού κεφαλαίου για εγκαταστάσεις, μηχανές που αποσβένεται μακροχρόνια σε μια επένδυση, *ο όρος πάγιο κεφάλαιο χρησιμοποιείται και από τον Μαρξ στο Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου όταν εξετάζει την αναπαραγωγή του παραγωγικού κεφαλαίου*) βιομηχανικών συγκροτημάτων που συνένωναν ήδη εκατοντάδες μεγάλες επιχειρήσεις σε κλάδους της βιομηχανίας, και το έβαλαν βαθμιαία σε λειτουργία μισθώνοντας εργάτες με τις πρώτες εξαγωγές εμπορευμάτων.

Διαβάζουμε από την σύντομη ιστορική επισκόπηση της συγχώνευσης του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου μετά την περίοδο της Περεστρόϊκα του ρώσου Σεργκέϊ Λουτόσκιν ([1]) που επισημαίνει ακριβώς ότι οι επιχειρήσεις που πέρασαν στον έλεγχο των ρώσων μονοπωλητών παρουσίαζαν ήδη σημαντικό βαθμό συγκέντρωσης στη βιομηχανική παραγωγή της «ΕΣΣΔ». 

«Παρά το γεγονός ότι όλες οι σύγχρονες ρωσικές βιομηχανικές και οικονομικές ενώσεις εμφανίστηκαν στη μετασοβιετική περίοδο, υπό τις συνθήκες του σχεδιασμού και της διοικητικής οικονομίας της ΕΣΣΔ, είχε ήδη συσσωρευτεί μια συγκεκριμένη εμπειρία στην κατασκευή και λειτουργία μεγάλων ενώσεων στα σπλάχνα των κλάδων των υπουργείων φυσικού αερίου, αεροπορίας, αυτοκινητοβιομηχανίας κλπ. Στο εύρος και τις μορφές τους έμοιαζαν με δυτικές εταιρικές δομές. Τέτοια υπουργεία, κλαδικές βαθμίδες και οι ενώσεις είχαν τη δική τους σαφώς προσδιορισμένη δομή, στην οποία υποτασσόταν συγκροτήματα της παραγωγής, μια συγκεκριμένη βάση πρώτων υλών, συγκεκριμένη τεχνική, επιστημονικό προσωπικό και ένα εσωτερικό σύστημα χρηματοοικονομικού διακανονισμού. Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι στη σοβιετική περίοδο, προσπάθησαν (και όχι ανεπιτυχώς!) να συγκεντρώσουν αποτελεσματικά την υλική παραγωγή, η οποία στη συνέχεια - ήδη στην περίοδο της κυριαρχίας της αγοράς στη Ρωσία - συνέβαλε στην ταχεία δημιουργία των βιομηχανικών και χρηματοπιστωτικών ομίλων (σ.σ.: έτσι περιγράφει ο συγγραφέας το χρηματιστικό κεφάλαιο που προέρχεται από τη συγχώνευση βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου) »

Εν ολίγοις, η συγκέντρωση εκατοντάδων εργοστασίων σε τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα καθώς και ο συνδυασμός όλων των απαραίτητων βιομηχανικών μονάδων και βαθμίδων από την εξόρυξη των πρώτων υλών, μέχρι την κατεργασία τους και την παρασκευή του τελικού προϊόντος, είχε πραγματοποιηθεί ήδη στην σοσιαλιμπεριαλιστική «ΕΣΣΔ». Σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη πραγματοποιηθεί ήδη στην ίδια την σοσιαλιστική ΕΣΣΔ. H συγκέντρωση των κομματισμένων δυνάμεων της εργασίας (δεκάδες εκατομμύρια γόνοι αγροτών συνέρρευσαν στα νέα βιομηχανικά κέντρα από το 30 έως το 50 για να δουλέψουν ως εργάτες) σε νέες παραγωγικά μεγαθήρια της χημικής βιομηχανίας, της μεταλλουργίας και της παραγωγής εργοστασιακών μηχανών πραγματοποιήθηκε τη πρώτη δεκαετία του 30.

Σε αυτό το σημείο θυμίζουμε τη διαφορά της συσσώρευσης και συγκέντρωσης κεφαλαίου  που ορίζει ο Μαρξ στη Kεφαλαιοκρατική Συσσώρευση στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου [Ο ορισμός βρίσκεται στο Κεφάλαιο, τόμο 1, Κεφάλαιο Εικοστό Τρίτο, Τίτλος: Γενικός Νόμος της Κεφαλαιοκρατικής Συσσώρευσης, σελ. 649. Στη μετάφραση χρησιμοποιούνται οι όροι συγκέντρωση για [Konzentration] και συγκεντροποίηση για [Zentralisation]. Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης θα χρησιμοποιούμε τον όρο συσσώρευση και συγκέντρωση αντίστοιχα]. Στη περίπτωση της συσσώρευσης κεφαλαίου, μια βιομηχανική επιχείρηση επεκτείνει τις επενδύσεις της από τα κέρδη που εξασφαλίζει στις πωλήσεις της σε συγκεκριμένο κλάδο της βιομηχανίας. Στη συγκέντρωση κεφαλαίου μια μεγαλύτερη επιχείρηση εξαγοράζει άλλες που εμφανίζουν ελλείμματα ή είναι λιγότερο ανταγωνιστικές, αυξάνοντας αμέσως το σταθερό της και μεταβλητό της κεφάλαιο με μικρότερη δαπάνη κεφαλαίου, απ’ ότι θα χρειαζόταν με επέκταση της παραγωγής της ή επενδύσεις σε άλλους κλάδους.

Ο Μαρξ γράφει στο Κεφάλαιο (σ.σ.: οι επισημάνσεις παρακάτω παντού δικές μας):

«Η πάλη του συναγωνισμού διεξάγεται με το φτήνεμα των εμπορευμάτων. Η φτήνια των εμπορευμάτων εξαρτιέται [όταν ολοι οι άλλοι όροι μένουν αμετάβλητοι] από την παραγωγικότητα της εργασίας και η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτιέται από την κλίμακα της παραγωγής. Γι’ αυτό τα μεγάλα κεφάλαια νικούν τα μικρά. Ας θυμηθούμε ακόμα πως με την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αυξάνει το ελάχιστο μέγεθος του ατομικού κεφαλαίου, που απαιτείται για να διεξαχθεί κάτω από κανονικούς όρους μια επιχείρηση. Γι’ αυτό τα μικρότερα κεφάλαια ωθούνται προς σφαίρες παραγωγής που η μεγάλη βιομηχανία τις έχει κατακτήσει μόνο σποραδικά ή ατελώς. Εδώ η μανία του συναγωνισμού είναι απευθείας ανάλογη προς τον αριθμό και αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος των ανταγωνιζόμενων κεφαλαίων. Τελειώνει πάντα με τον αφανισμό πολλών μικρών κεφαλαιοκρατών, που τα κεφάλαιά τους εν μέρει περνάνε στα χέρια του νικητή και εν μέρει αφανίζονται. Εκτός απ’ αυτό μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή σχηματίζεται μια τελείως καινούρια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές του εισχωρεί λαθραία σαν μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως σε λίγο ένα καινούριο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού και τελικά μετατρέπεται σε ένα τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων.[…]»

Το μονοπώλια ιστορικά προήλθαν στη βάση της συσσώρευσης και κυρίως της συγκέντρωσης του κεφαλαίου σε καρτέλ και μονοπώλια όπου η τεχνική διεύθυνση των επιχειρήσεων που συνένωναν διαχωριζόταν από την οικονομική και γενική διαχείριση των καρτέλ και των μονοπωλίων από ξεχωριστούς μεγιστάνες του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου που άρχισαν να συνεργάζονται, συγκροτώντας το χρηματιστικό κεφάλαιο.

Ο Μαρξ δεν πρόλαβε την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ο Ενγκελς, όμως, έζησε την εποχή της μετάβασης από την ελεύθερο συναγωνισμό στον μονοπωλιακό καπιταλισμό.  Ο ίδιος ο Ενγκελς τονίζει με δική του σημείωση στο Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου [Κεφάλαιο 27: ο ρόλος της Πίστης στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, σελ.552] 

«Κοντολογής, η ανέκαθεν περιβόητη ελευθερία του συναγωνισμού βρίσκεται στα τελευταία της και υποχρεώνεται να αναγγείλει η ίδια την ολοφάνερη σκανδαλώδη χρεωκοπία της. Και γίνεται αυτό μάλιστα με το ότι σε κάθε χώρα οι μεγαλοβιομήχανοι ενός ορισμένου κλάδου συνενώνονται σε ένα καρτέλ για τη ρύθμιση της παραγωγής. Μια επιτροπή του καρτέλ καθορίζει την ποσότητα των προϊόντων που θα παράγει κάθε επιχείρηση και κατανέμει τελεσίδικα τις παραγγελίες που γίνονται. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις συγκροτήθηκαν μάλιστα από καιρό σε καιρό και διεθνή καρτέλ, όπως λ.χ. ανάμεσα στην αγγλική και γερμανική σιδηροπαραγωγή. Αλλά ακόμα και αυτή η μορφή της κοινωνικοποίησης της παραγωγής δεν επαρκούσε. Η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στις διάφορες φίρμες διασπούσε πολύ συχνά τη συνένωσή τους και αποκαθιστούσε πάλι τον συναγωνισμό. Ετσι, σε μερικούς κλάδους, στους οποίους το επέτρεπε η βαθμίδα της παραγωγής, έφθασαν ως το σημείο να συγκεντρώσουν σε μια μεγάλη μετοχική εταιρία με ενιαία διεύθυνση όλη την παραγωγή αυτού του κλάδου. Στην Αμερική αυτό έγινε ήδη πολλές φορές, στην Ευρώπη το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτού του είδους ως τώρα είναι το παράδειγμα του “United Alcali Trust”, που συνένωσε στα χέρια μιας και μόνο φίρμας όλη τη βιομηχανική παραγωγή αλκαλικών. Οι πρώην ιδιοκτήτες των -πάνω από τριάντα- ξεχωριστών εργοστασίων πήραν για όλες τους τις εγκαταστάσεις σε μετοχές την αξία τους, όπως εκτιμήθηκε, συνολικά κάπου 5 εκατομμύρια λιρ. στ., που αποτελούν το πάγιο κεφάλαιο του τραστ. Η τεχνική διεύθυνση βρίσκεται στα ίδια ως τώρα χέρια, η διαχειριστική διεύθυνση όμως είναι συγκεντρωμένη στα χέρια της Γενικής Διεύθυνσης.»

Ο Λένιν επισημαίνει στο βιβλίο του [«Ο Ιμπεριαλισμός. ανώτατο στάδιο του ιμπεριαλισμού», τ.27, σελ. 320-321]

«Πριν από μισό αιώνα, όταν ο Μαρξ έγραφε το “Κεφάλαιό” του, η καταπληκτική πλειοψηφία των οικονομολόγων θεωρούσε τον ελεύθερο συναγωνισμό “φυσικό νόμο”. Η επίσημη επιστήμη προσπάθησε με τη συνωμοσία της σιωπής να σκοτώσει το έργο του Μαρξ, που απόδειχνε με τη θεωρητική και ιστορική ανάλυση του καπιταλισμού, ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωση της παραγωγής, και αυτή η συγκέντρωση σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης οδηγεί στο μονοπώλιο. Τώρα το μονοπώλιο είναι πια γεγονός. »

Αυτή η ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης προς το μονοπώλιο εκφράζει και τον ανώτατο βαθμό κοινωνικοποίησης παραγωγής, όταν οι προγενέστερες κατακερματισμένες δυνάμεις της εργασίας σε μικρές, σκόρπιες βιοτεχνίες, και μεσαίου βεληνεκούς βιομηχανίες πλέον συνδυάζονται πολλαπλασιαστικά σε τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα, αυξάνοντας εκρηκτικά την παραγωγικότητα της εργασίας. Τα μονοπώλια φέρνουν την κοινωνικοποίηση της παραγωγής ως το όριο που μπορεί να τη φτάσει ο καπιταλισμός. Στον καπιταλισμό το προϊόν της κοινωνικοποιημένης παραγωγής το ιδιοποιείται το κεφάλαιο. Οι επενδύσεις στην παραγωγή γίνονται με γνώμονα το μέγιστο κέρδος. Οι νόμοι της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης οδηγούν μια ολοένα μεγαλύτερη μάζα εργαζομένων σε απόλυτη και σχετική εξαθλίωση προκειμένου να αυξηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου. Η παραγωγή αυξάνεται στοιχειακά, χωρίς να βασίζεται στις ανάγκες της πλατιάς μάζας του πληθυσμού, των εργαζομένων, αλλά στο στόχο να κατακτηθούν νέες διεθνείς αγορές με κάθε τίμημα. Ο Ενγκελς επεσήμανε στη σημείωσή του στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου:

«Από τότε που ο Μαρξ έγραψε τα παραπάνω (σ.σ.: αναφέρεται στο σχηματισμό των μετοχικών εταιριών), έχουν όπως είναι γνωστό αναπτυχθεί νέες μορφές της βιομηχανικής επιχείρησης, που εκπροσωπούν το δεύτερο και τον τρίτο βαθμό της μετοχικής εταιρίας. Στην καθημερινά αυξανόμενη ταχύτητα με την οποία μπορεί να αυξηθεί σήμερα η παραγωγή σε όλους τους τομείς της μεγάλης βιομηχανίας, αντιτάσσεται η διαρκώς αυξανόμενη βραδύτητα της επέκτασης της αγοράς γι’ αυτά τα αυξημένα προϊόντα. Αυτά που παράγει η βιομηχανία μέσα σε λίγους μήνες είναι ζήτημα αν η αγορά μπορεί να τα απορροφήσει μέσα σε λίγα χρόνια.»

Καθώς μειώνεται η αγοραστική ικανότητα της πλατιάς μάζας το πληθυσμού, μια ολοένα μεγαλύτερη μάζα εμπορευμάτων είναι αδύνατον να απορροφηθεί από τις αγορές, ξεμένοντας στα ράφια των καταστημάτων, ή σε στοίβες στις αποθήκες και όταν το γενικό ποσοστό κέρδους αρχίζει να πέφτει κάτω από ένα σημείο ισορροπίας που αποκαθιστά την απλή αναπαραγωγή του παραγωγικού κεφαλαίου (ο κύκλος της μετατροπής του βιομηχανικού κεφαλαίου σε εμπόρευμα, χρήμα κτλ…), τότε ξεσπά η οικονομική κρίση, η κρίση υπερπαραγωγής. Τα μονοπώλια δεν ελέγχουν, ούτε τιθασεύουν την «αναρχία» στην παραγωγή, αντιθέτως την εντείνουν στα ύψη, οξύνοντας όλες τις αντιθέσεις του καπιταλισμού στο έπακρο.

Τα ειδικευμένα στελέχη της διανόησης, οι διευθυντές, οι μηχανικοί στην κρατικοκαπιταλιστική «ΕΣΣΔ», είχαν αποκοπεί από τις ανάγκες των εργαζομένων, όντας πλήρως ευθυγραμμισμένοι με τη μεγιστοποίηση του κέρδους των επιχειρήσεων τους, όπως σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση της Δύσης. Οι ίδιοι δεν συνιστούσαν πλέον ένα ενδιάμεσο στρώμα, αναγκαίο για μια συγκεκριμένη μεταβατική ιστορική περίοδο προς τον κομμουνισμό, αλλά ένα ανώτερο κοινωνικό στρώμα (με τις διαβαθμίσεις του) που ανανεωνόταν κυρίως από γόνους της ίδιας της άρχουσας τάξης και βρισκόταν σε ανταγωνιστική αντίθεση με την εργατική τάξη για την απόσπασή μεγαλύτερης κλεμμένης εργασίας απ’ αυτήν.

Τα ανώτερα και ανώτατα οικονομικά στελέχη της «σοβιετικής» διοίκησης έμοιαζαν ολοένα και περισσότερο με τα ανώτερα οικονομικά στελέχη (μάνατζερς) των μεγάλων επιχειρήσεων της Δύσης επειδή ζούσαν περισσότερο απ’ την υπεραξία των εργατών στα εργοστάσια και λιγότερο από κάποια αναγκαία, επιτελική, εξειδικευμένη εργασία, που ήταν οργανικό τμήμα της συνδυασμένης εργασίας της παραγωγής, άρα και καλύτερα αμειβόμενη από τη δουλειά ενός ανειδίκευτου εργάτη. Αντί για «μαέστροι της ορχήστρας» της τεχνικής διεύθυνσης, γίνονταν «παραγωγοί της συμφωνικής» και διαχειριστές της Γενικής Οικονομικής Διεύθυνσης των μεγαθηρίων. Επιπρόσθετα, η μαύρη οικονομία έκανε θραύση από τη δεκαετία του 70, επομένως σημαντικό τμήμα των κατώτερων διοικητών της παραγωγής, τα οικονομικά στελέχη των εργοστασίων, συμμετείχαν κι αυτά στο πλιάτσικο της υπεραξίας με παράνομες αγοραπωλησίες εμπορευμάτων.

Στη σοσιαλιστική ΕΣΣΔ μετά το 1938 η συντριπτική πλειοψηφία των θέσεων της κρατικής διοίκησης στελεχωνόταν από γόνους των εργατών και αγροτών απόφοιτων των σοσιαλιστικών πανεπιστημίων. Οι δεκάδες χιλιάδες εργάτες που ακολουθούσαν το σταχανοφικό κίνημα μετά το 1935, βελτιώνοντας την τεχνική της παραγωγής, φτάνοντας και ξεπερνώντας τους μηχανικούς και τεχνικούς διευθυντές πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όχι στα αμφιθέατρα αλλά στο ίδιο το πεδίο της εφαρμογής της θεωρίας, την παραγωγή, έδειχναν το κομμουνιστικό μέλλον, όπου το μονοπώλιο στη γνώση θα είχε τερματιστεί, τερματίζοντας και την αντίθεση μεταξύ επιτελικής και μη επιτελικής εργασίας, όταν η διευθύνουσα θέση του «μαέστρου στην ορχήστρα» θα μπορούσε να αντικατασταθεί από οποιονδήποτε, επειδή ο οποιοσδήποτε θα είχε το διαθέσιμο χρόνο να σπουδάσει, όταν ο εργάσιμος χρόνος θα έφτανε στις 4 με 5 ώρες για όλους. Η σοσιαλιστική ΕΣΣΔ κατευθυνόταν με την ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας και τη σταθερή μείωση του εργάσιμου χρόνου (ήδη 7ωρο για όλους και 6ωρο για εργάτες των ανθρακωρυχείων) σε αυτή την κατεύθυνση. Η πορεία αυτή αντιστράφηκε από τους ρεβιζιονιστές του Χρουτσόφ και τους επιγόνους.

Οι ρώσοι μεγιστάνες του κεφαλαίου δεν ξεπήδησαν όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Οι ίδιοι ανήκαν στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα της «ΕΣΣΔ» και αξιοποίησαν τη παραγωγή της «ΕΣΣΔ» για να πολλαπλασιάσουν ταχύτατα τα κέρδη τους.

Η πρώτη μεταρρύθμιση της γιελτσινικής περιόδου ήταν η μετοχοποίηση χιλιάδων κρατικών επιχειρήσεων και η παράδοση σε όλο τον πληθυσμό κουπόνια-μετοχές το 1992. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι κεφαλαιοκράτες της Περεστρόικα άρχισαν να συγκεντρώνουν τις μετοχές στις γειτονιές εξαγοράζοντάς τες για ελάχιστα ρούβλια. Ο κόσμος πεινούσε και δεν είχε να φάει, πουλούσε όσο όσο τα κουπόνια που διέθετε. Η δεύτερη μεταρρύθμιση ήταν τα «δάνεια για μετοχές» το 1995. Η οικονομία πήγαινε κατά διαόλου και το ρωσικό κράτος απειλούνταν με χρεοκοπία, κάτι που δεν απέφυγε το 1998. Ενόψει των εκλογών του 1996 το επιτελείο του Γιέλτσιν αποφάσισε να μετοχοποιήσει μεγάλα κρατικά βιομηχανικά μονοπώλια εξόρυξης με αντάλλαγμα δάνεια από ιδιωτικές τράπεζες και καπιταλιστές που είχαν ξεφυτρώσει από την Περεστρόικα. Αρκετοί απ’ αυτούς ήταν και πρώην οικονομικά στελέχη, με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο τον σημερινό μεγιστάνα του κεφαλαίου Βλαντιμίρ Ποτάνιν που διετέλεσε οικονομικό στέλεχος σε θέση συμβεβλημένη με το εξωτερικό εμπόριο της «ΕΣΣΔ» και αργότερα έγινε ιδρυτής του βιομηχανικού καρτέλ Interros και βασικός συνέταιρος της τράπεζας Oneksim. 

Το επιτελείο του Γιέλτσιν υποστήριζε ότι τα μεγάλα αυτά βιομηχανικά μονοπωλιακά συγκροτήματα που ήδη συνένωναν εκατοντάδες επιχειρήσεις σε κλάδους της βιομηχανίας θα παρέμεναν στα χέρια του κράτους, αφού η συμμετοχή των ιδιωτών δεν ήταν σημαντική συγκριτικά με τη συνολική κεφαλαιακή αξία των επιχειρήσεων. Ηδη τα ΜΜΕ είχαν περάσει στα χέρια των μεγιστάνων του κεφαλαίου που στήριζαν τον Γιέλτσιν ως μεταρρυθμιστή που δήθεν θα έφερνε την οικονομική ανακούφιση στο λαό. Οι εγγυήσεις του δανεισμού ήταν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Με την αγορά μετοχών αξίας της τάξης 100 εκατομμυρίων δολαρίων οι δανειστές κατέληγαν στην κατοχή ολόκληρων των βιομηχανικών κολοσσών μετά τη κήρυξη χρεοκοπίας το 1998 από το ρωσικό κράτος. Κάθε μια επιχείρηση άξιζε πολύ παραπάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε πάγιο κεφάλαιο. Σε αυτή τη δημοπρασία ο Ποτάνιν μέσω της Οneksim ήταν διοργανωτής της δημοπρασίας για μεγάλο ποσοστό μετοχών μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες παραγωγής νικελίου του πλανήτη, της Νorilsk. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός παρότι ξεδοντιασμένος και σε φάση παρακμής φρόντισε οι δημόσιες δημοπρασίες να αφορούν αποκλειστικά ρώσους καπιταλιστές. Το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας κανονίστηκε παρασκηνιακά ανάμεσα σε κύκλο ρώσων μεγιστάνων του κεφαλαίου που βρίσκονταν κοντά στο επιτελείο του Γιέλτσιν και απέκλεισε την ξένη διείσδυση.

Ανάμεσά στους ένθερμους υποστηρικτές του Γιέλτσιν ξεχώριζε ο Μπορίς Μπερεζόφσκι, κάτοχος του μεγαλύτερου καναλιού της Ρωσίας, μεγαλομέτοχος στην Αεροφλότ (της μεγαλύτερης αεροπορικής εταιρίας της Ρωσίας), της αυτοκινητοβιομηχανίας LogoVaz (το 94 οι πωλήσεις της αντιστοιχούσαν στο 10% των εγχώριων πωλήσεων της AutoVAZ της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας της Ρωσίας μέχρι σήμερα και της δεύτερης μεγαλύτερης μετά τη Σκόντα στην Ανατολική Ευρώπη απ’ το 2010. Μέχρι πριν μερικές μέρες το 60% των μετοχών της AutoVAZ ανήκε στη γαλλική Renault. Η Renault αποσύρθηκε πουλώντας στο ρωσικό κρατικό ινστιτούτο έρευνας ΝΑΜΙ το μεγαλύτερο τμήμα των μετοχών της) και με αρκετή επιρροή στην αυλή του Γιέλτσιν που αξιοποιούσε προς όφελος τρίτων με το αζημίωτο, ήτοι απ’ όσους ήθελαν να ξεπλύνουν το παράνομο κεφάλαιό τους με συμμετοχή στη πετρελαϊκή βιομηχανία. Ο Μπερεζόφσκι πέραν από ολιγάρχης του πλούτου, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, ήταν και «νονός». Ο γνωστός σε όλους πρώην πρόεδρος της Τσέλσι, o Ρομάν Αμπράμοβιτς είχε «νονό» τον Μπερεζόφσκι, του ακουμπούσε εκατομμύρια δολάρια για να μην υφίσταται από το ρωσικό κράτος «ασφυκτικό» έλεγχο στα οικονομικά του, πράγμα που αποδέχτηκε και βρετανικό δικαστήριο του 2012, σε μεταξύ τους αντιδικία. Ο Μπορίζ Μπερεζόφσκι φρόντιζε να δημιουργήσει τον κοινό κουμπαρά των μεγιστάνων του κεφαλαίου που εξασφάλισε την επανεκλογή του Γιέλτσιν.

 

Μπερεζόφσκι, Αμπράμοβιτς το 2000

Σταχυολογούμε από τους New York Times του 1996:

«Τα δάνεια για μετοχές ήταν μόνο ένα πρόγραμμα μεταξύ πολλών στη φιλόδοξη προσπάθεια της κυβέρνησης να αναδιανείμει την περιουσία ενός κράτους που κάποτε κατείχε τα πάντα. […]

Η ιδέα πρωτοεμφανίστηκε στις 30 Μαρτίου σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Τσερνομίρντιν (σ.σ.: πρωθυπουργός του Γιέλτσιν). Ο σκληροτράχηλος 35χρονος πρόεδρος της Oneksim Bank, Βλαντιμίρ Ποτάνιν, πρότεινε ότι μια κοινοπραξία μεγάλων τραπεζών θα μπορούσε να καλύψει το κενό του προϋπολογισμού της κυβέρνησης δανείζοντάς της 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε αντάλλαγμα για μια πρώτη ρωγμή στις μετοχές ορισμένων από τις πολυτιμότερες ρωσικές βιομηχανίες, όπως το πετρέλαιο, η ναυτιλία και τα μέταλλα.»

«Οι επιλεγμένες τράπεζες όπως η Oneksim Bank, η Menatep, η Rossiisky Kredit και μισή ντουζίνα άλλες απλώς έτυχε να είναι εκείνες με βαθείς οικονομικούς και προσωπικούς δεσμούς με την κυβέρνηση -- και έννομο συμφέρον να τη βοηθήσουν να παραμείνει στην εξουσία στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.»

«[...] Η τράπεζα Oneksim, για παράδειγμα, διοργάνωσε τη δημοπρασία για το 38% της Norilsk Nickel, η οποία παράγει πλατίνα και το ένα τέταρτο του παγκόσμιου νικελίου, και την κέρδισε για 171 εκατομμύρια δολάρια, μόλις 100.000 δολάρια πάνω από την ελάχιστη προσφορά και το μισό ποσό από αυτό που ήταν έτοιμη να καταβάλλει η αντίπαλη τράπεζα Rossiisky Credit. Εκπρόσωποι της Oneksim Bank λένε ότι απέκλεισαν την Rossiisky Credit επειδή υπέβαλε καθυστερημένα τις αιτήσεις της και ήθελε να εγγυηθεί την προσφορά της με γραμμάτια δημοσίου καθώς και μετρητά. Η Rossiisky Bank είπε ότι θα κάνει μήνυση.»

«Οι μετοχές ορισμένων από τους μεγαλύτερες κοινοπραξίες πετρελαίου της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της Lukoil και της Yukos, ξεπουλήθηκαν για αυτό που οι δυτικοί αναλυτές θεωρούσαν ότι ήταν ένα κλάσμα της πραγματικής τους αξίας. Οταν η αγοραστική φρενίτιδα υποχώρησε, η κυβέρνηση εισέπραξε 1 δισεκατομμύριο δολάρια, τα μισά από αυτά που περίμενε να εισπράξει.»

Σε αυτή τη διαδικασία εξασφάλισε τη πετρελαϊκή Sibneft ο Ρομάν Αμπράμοβιτς. Κατέβαλε για τις μετοχές περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια. Οταν αργότερα το ρωσικό κράτος θέλησε να την αγοράσει, την πούλησε…13 δισεκατομμύρια δολάρια το 2005.

Αγοραστής του μεριδίου της Υukos ήταν η τράπεζα Menatep. Πίσω απ’ αυτή βρισκόταν ο γνωστός από την κατοπινή σύγκρουσή του με τον Πούτιν Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, που στη Δύση σήμερα εμφανίζεται ως «τιμητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», όταν ο ίδιος έχτισε την τεράστια περιουσία του, λεηλατώντας το δημόσιο πλούτο της Ρωσίας, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τους εργαζόμενους που είχε στη δούλεψή του.

 

Ολεγκ Ντεριμπάσκα αριστερά και δεξιά Βλαντιμίρ Ποτάνιν σε δημόσιες συναντήσεις με Πούτιν

Διαβάζουμε από το κατάλληλο λήμμα της Μπριτάνικα:

«Η πρώτη επιχείρηση του Χοντορκόφσκι ήταν ένα καφέ, που άνοιξε το 1986, αλλά τον επόμενο χρόνο οι δραστηριότητές του είχαν επεκταθεί για να συμπεριλάβουν την εισαγωγή και την εξαγωγή υπολογιστών και άλλων αγαθών. Το 1988 επέβλεψε την αναδιοργάνωση διαφορετικών επιχειρήσεων σε μια ενιαία εμπορική εταιρεία, η οποία στη συνέχεια εγγράφηκε ως τράπεζα με περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια σε λειτουργικό κεφάλαιο. Η εταιρεία, που ονομάστηκε Menatep το 1990, ήταν μια από τις πρώτες ιδιωτικές τράπεζες στη μετασοβιετική Ρωσία. Μετά την πτώση του κομμουνισμού το 1991, ο Χοντορκόφσκι έκανε μια περιουσία στο εμπόριο ξένων νομισμάτων και εμπορευμάτων, αλλά οι μεγαλύτερες επιτυχίες του αφορούσαν την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν στο παρελθόν στη σοβιετική κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του 1990, η Menatep και η spin-off εταιρεία χαρτοφυλακίου Rosprom αγόρασαν έλεγχο συμμετοχής σε δεκάδες βιομηχανικές εταιρείες σε ολόκληρη τη Ρωσία. Το 1995 η Menatep εξαγόρασε τη Yukos, τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίου της Ρωσίας, σε μια δημοπρασία ιδιωτικοποίησης για περίπου 350 εκατομμύρια δολάρια. Αν και η Menatep δεν πρόσφερε την υψηλότερη προσφορά, ωστόσο κέρδισε τη δημοπρασία. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η Menatep επέβλεψε επίσης τη διαδικασία υποβολής προσφορών και ότι η υψηλότερη προσφορά, που υποβλήθηκε από κοινοπραξία ρωσικών τραπεζών, αποκλείστηκε για μια αμφισβητήσιμη τεχνική λεπτομέρεια.»

Eνα άλλο σημαντικό μονοπώλιο που σχηματίστηκε εκείνη την περίοδο, είναι το μονοπώλιο αλουμινιού RUSAL (ακρωνύμιο για το ρωσικό αλουμίνιο), που σήμερα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρία παραγωγής αλουμινίου στον πλανήτη. Η παραγωγή του συγκεκριμένου μονοπωλίου αντιστοιχεί στο 9% της παραγωγής αλουμινίου διεθνώς. Επικεφαλής του μονοπωλίου αυτού είναι ο Ολεγκ Ντεριμπάσκα. H RUSAL προήλθε από συγχώνευση του μονοπωλίου Sibirsky Aluminium που έλεγχε ο Ντεριμπάσκα και της κοινοπραξίας Μillhouse Capital που ήλεγχε ο Αμπράμοβιτς το 2000. Ο Ντεριμπάσκα κατάφερε να ηγηθεί του καρτέλ αλουμινίου στη Ρωσία σε έναν οικονομικό πόλεμο που τη δεκαετία του 90 περιλάμβανε δολοφονίες διευθυντών εργοστασίων, εμπόρων μετάλλων και δημοσιογράφων. Αυτή η σύγκρουση δεν έχει τίποτε το …ρώσικο. Είναι η απαρχή των τραστ ιστορικά. Ετσι χτίστηκε το τραστ του πετρελαίου του Ροκφέλερ στις ΗΠΑ. Διαβάζουμε από τη μελέτη του Λαφάργκ με τίτλο «Τα αμερικανικά τραστ» [Τα αμερικανικά τραστ, η οικονομική και πολιτική δράση τους, Πολ Λαφάργκ, Εκδόσεις ΚΨΜ] :

«Οι τυχοδιώκτες της South Improvement Company, του εμβρύου της Standard Oil (σ.σ.: της βιομηχανικής αυτοκρατορίας του Ροκφέλερ), διεξήγαγαν σκληρό πόλεμο εναντίον των ανεξάρτητων παραγωγών. Ολα τα μέσα ήταν πρόσφορα: ένοπλες επιθέσεις, εκρήξεις με δυναμίτη των εργοταξίων και των διυλιστηρίων, εμπρησμοί πετρελαιοπαραγωγών. […]

Ηταν μια άλλη ιστορία όταν κατασκευάστηκαν οι υπόγειοι αγωγοί για τη μεταφορά του πετρελαίου στα βαγόνια-δεξαμενές και στα δεξαμενόπλοια. Η Standard Oil σφετερίστηκε τους αγωγούς. Οι ανεξάρτητοι παραγωγοί συνενώθηκαν για να κατασκευάσουν άλλους αγωγούς. Η Standard Οil εξόπλισε συμμορίες κακοποιών με περίστροφα και με τουφέκια Winchester, για να κυνηγούν τους σκαφτιάδες που άνοιγαν ορύγματα, και με γάντζους, για να ξηλώνουν τους αγωγούς που είχαν τοποθετηθεί. Η Standard Οil έφτασε μέχρι το σημείο να χρησιμοποιήσει κανόνια. Το τραστ του πετρελαίου έστρεψε εναντίον των συναδέλφων του της αστικής τάξης την ωμή βία την οποία χρησιμοποιεί η ειρηνική και χριστιανική αστική τάξη για να υποδουλώνει τους εργάτες και τα βάρβαρα έθνη.»

Σε μια δεκαετία σχηματίστηκαν μέσω της ταχύτατης συγκέντρωσης του κεφαλαίου σε κάθε δημοκρατία της πρώην ΕΣΣΔ νέοι μεγιστάνες του κεφαλαίου. Αυτά συνέβησαν τη δεκαετία του 90. Την κατάσταση αυτή τη χρεώθηκε πολιτικά ο Γιέλτσιν, αλλά απ’ αυτή την κατάσταση αναδείχθηκε ο διάδοχός του Πούτιν που είχε λιγότερο ενεργό ρόλο στη βίαιη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε χέρια «ημέτερων» και «εκλεκτών» μεγιστάνων του πλούτου, ειδικά ως σύμβουλος του δημάρχου του Λένινγκραντ πριν μεταπηδήσει στην πρωθυπουργία και αναλάβει αργότερα πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Η βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίου, αερίου, μεταλλευμάτων και ορυκτών στερεών καυσίμων συνιστούσε το μεγαλύτερο τμήμα του ΑΕΠ το 2003 (45%) Πηγή [2]

Μετά από αυτή τη φρενήρη συγκέντρωση του κεφαλαίου στα χέρια λίγων και τη φτωχοποίηση του πληθυσμού η ρωσική καπιταλιστική οικονομία εξομαλύνθηκε και άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία τη δεκαετία του 2000, ξεπερνώντας πριν την έναρξη των κυρώσεων του 2014 το ΑΕΠ της Ιταλίας, αν το τελευταίο το αποτιμήσουμε στη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού, γιατί όπως είδαμε στο Πρώτο Μέρος της ανάλυσής μας, το ΑΕΠ της Ρωσίας αποτιμημένο στην Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης είναι έκτο στη διεθνή κατάταξη. Μεγάλο τμήμα του ρωσικού ΑΕΠ υποτιμάται στην πρώτη περίπτωση λόγω της ισχύος του «πετροδολαρίου».

Η εκτίναξη της ανάπτυξης πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίς από το 1999 έως το 2003. Mε αιχμή του δόρατος τους μονοπωλιακούς κολοσσούς της εξόρυξης πετρελαίου, φυσικού αερίου, αλουμινίου, πλατίνας και νικελίου που άρχισαν να εξάγουν τα εμπορεύματά τους και παράλληλα να κάνουν εξαγωγή κεφαλαίου με επενδύσεις στο εξωτερικό, το ΑΕΠ της Ρωσίας άρχισε να εκτινάσσεται. Το 2003 υπολογιζόταν ότι η παραγωγή της εξορυκτικής βιομηχανίας αντιστοιχούσε στο 45% του ρωσικού ΑΕΠ.

Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο «Ρωσία: η ενεργειακή υπερδύναμη του 21ου αιώνα;» της αμερικανίδας Φιόνα Χιλ που γράφτηκε το 2003. Η συγκεκριμένη διετέλεσε επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας των ΗΠΑ για τη Ευρώπη και τη Ρωσία από το 2017 εως το 2019.

«Η βιομηχανία πετρελαίου της Ρωσίας κατέρρευσε κατά τη δεκαετία του 1990. Καθώς η οικονομία συρρικνώθηκε απότομα από το 1990 έως το 1995, η εγχώρια ζήτηση για πετρέλαιο μειώθηκε περισσότερο από 40%, προκαλώντας κορεσμό στην εγχώρια αγορά. Τα όρια χωρητικότητας στο σύστημα αγωγών της χώρας κράτησαν χαμηλές τις προσοδοφόρες εξαγωγές πετρελαίου. Μεταξύ 1988 και 1998, η ρωσική παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε σχεδόν στο μισό - από 11 εκατομμύρια σε περίπου 6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Οι γεωτρήσεις μειώθηκαν απότομα, όπως και οι επενδύσεις. Οι διεθνείς επενδυτές που εξερευνούν τη ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία φοβήθηκαν από το αβέβαιο επιχειρηματικό κλίμα. Το ρωσικό πετρέλαιο έμοιαζε με χαμένο χρήμα. […]»

«Το 2001 οι εταιρείες πετρελαίου αύξησαν την παραγωγή τους και επέκτειναν τη διεθνή τους εμβέλεια. Ρωσικές εταιρείες πραγματοποιούν γεωτρήσεις για πετρέλαιο στην Αλγερία, το Σουδάν και τη Λιβύη. Το 2000 η LUKoil απέκτησε μια αλυσίδα πρατηρίων καυσίμων κατά μήκος ενός τμήματος της αμερικανικής ανατολικής ακτής και σχεδίαζε να ενισχύσει τη θέση της στις Ηνωμένες Πολιτείες, διυλίζοντας αργό πετρέλαιο. Στην Ανατολική Ευρώπη, η LUKoil απέκτησε διυλιστήρια στην Ουκρανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία·και η YUKOS αγόρασε ένα σημαντικό μερίδιο στην Transpetrol, έναν σλοβάκικο φορέα εκμετάλλευσης αγωγών αργού πετρελαίου. […].

Τον Οκτώβριο του 2001 η Exxon Mobil ανακοίνωσε ένα πενταετές πλάνο με δέσμευση επένδυσης 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων -η μεγαλύτερη μεμονωμένη ξένη επένδυση της Ρωσίας μέχρι σήμερα-στα έργα της στη Σαχαλίνη, το πλούσιο σε ενέργεια νησί της Ρωσίας στον Βόρειο Ειρηνικό. Μέχρι το τέλος του 2001 η Ρωσία γινόταν ένας πραγματικός διεθνής ενεργειακός παίκτης. Νέα τμήματα αγωγών εξαγωγής είχαν ολοκληρωθεί και ένα νέος ρωσικός τερματικός σταθμός πετρελαίου λειτουργούσε στον Κόλπο της Φινλανδίας. Η Ρωσία κατέληξε σε μια φιλόδοξη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για μακροπρόθεσμη ενεργειακή συνεργασία που θα αυξήσει το πετρέλαιο εξαγωγές στη γειτονιά της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αγοράζει ήδη περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού πετρελαίου της Ρωσίας σε εξαγωγές, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 16% της κατανάλωσης πετρελαίου».

Ενδιαφέρον έχει και η επέκταση του μονοπωλίου αλουμινίου του Ντεριμπάσκα. Παραθέτουμε από Reuters:

«2004 - Η παγκόσμια επέκταση της RUSAL συγκεντρώνει δυναμική, αγοράζοντας το 20% της Queensland Alumina Limited, του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγού αλουμίνας στον κόσμο, και το 2006 την πλειοψηφία στο διυλιστήριο EurAllumina της Ιταλίας.

2007 - Η RUSAL συγχωνεύεται με τη ρωσική SUAL, που συνιδρύθηκε από τον Vekselberg, και τα περιουσιακά στοιχεία αλουμίνας της Glencore, καθιστώντας την τον μεγαλύτερο παραγωγό αλουμινίου στον κόσμο. Η RUSAL κατέχει το 66% του νέου ομίλου, η SUAL το 22% και η Glencore το 12%.»

Ο βαθμός συγκέντρωσης της παραγωγής στα ρωσικά μονοπώλια

Η συγκέντρωση εργοστασίων εξόρυξης καθώς και ο συνδυασμός όλων των απαραίτητων βιομηχανικών μονάδων και βαθμίδων που παρέχουν πρώτες ύλες καθώς και αλυσίδων τροφοδοσίας και διανομής σε μεγάλες εταιρίες-μεγαθήρια που μετασχηματίστηκαν τελικά στα μονοπώλια της Lukoil, τη Gazprom, και τη Νorilsk, κ.α. είχε πραγματοποιηθεί ήδη στην σοσιαλιμπεριαλιστική «ΕΣΣΔ». Η απαιτούμενη συγκέντρωση και συσσώρευση είχε προηγηθεί δεκαετίες πριν. Δεν πραγματοποιήθηκε σε μια δεκαετία.

Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη σύντομη ιστορική επισκόπηση της συγχώνευσης του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου του ρώσου Σεργκέϊ Λουτόσκιν ([1]):

«[..] Δεν είναι μυστικό ότι τα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης πραγματοποιήθηκαν βαθιές οικονομικές αλλαγές που επηρέασαν επίσης μεγάλα τεχνολογικά συγκροτήματα, ιδίως στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οποία, υπό το «παλιό» υπουργικό σύστημα, δεν μπορούσαν πλέον να λειτουργούν αποτελεσματικά. Ετσι, από τμήμα του υπουργείου πετρελαίου και φυσικού αερίου δημιουργήθηκε μια κρατική πετρελαϊκή εταιρεία, η οποία περιελάμβανε τρεις μεγάλες πετρελαιοφόρες περιοχές την «Langepas», την «Uray» και την «Kogalym» με την αντίστοιχη υφιστάμενη υποδομή που απαιτείται για την εξόρυξη και την επεξεργασία των υδρογονανθράκων. Αυτός ήταν ο πρόδρομος δημιουργία του χρηματοοικονομικού και βιομηχανικού Ομίλου Lukoil. Ως αποτέλεσμα της επακόλουθης εκστρατείας ιδιωτικοποίησης 1994−1997, το κράτος διατήρησε μόνο το 1/4 των μετοχών της εταιρείας Lukoil»

[..] Ενας άλλος χρηματοοικονομικός και βιομηχανικός όμιλος που σχηματίστηκε με βάση το πρώην τομεακό σοβιετικό υπουργείο, είναι η εταιρεία "Gazprom". Το Υπουργείο Βιομηχανίας Φυσικού Αερίου το 1989 αναδιοργανώθηκε σε κρατική εταιρεία φυσικού αερίου "Gazprom" (σ.σ.: το ίδιο το υπουργείο βιομηχανίας αερίου μετατράπηκε σε εισηγμένη εταιρία). Το 1992, η εταιρία προενσωματώθηκε στην εισηγμένη στο ρωσικό χρηματιστήριο μετοχική εταιρεία της Gazprom. Τον Ιανουάριο του 1997 η Gazprom έγινε εταιρεία συμμετοχών. Ο κύριος μέτοχος της Gazprom είναι το κράτος, δεδομένου ότι υπάρχει "δεσμευτικό μερίδιο" μετοχών (35%), περίπου το 10% των μετοχών διαχειρίζεται η ίδια η εταιρεία, και το υπόλοιπο 55% ανήκει σε διάφορους ιδιώτε. και νομικά πρόσωπα.»

Για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της συγκέντρωσης της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής στα ρωσικά μονοπώλια που ελέγχουν τον κλάδο της εξόρυξης, παραθέτουμε τα ευρήματα μελέτης του 2004 των Σεργκέι Γκούριεφ και Αντρέϊ Ρατσίνσκι([3]). Η ρωσική βιομηχανία περιελάμβανε τότε περίπου 16.000 μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις και περισσότερες 150.000 επιχειρήσεις συνολικά. Η έρευνά τους βασίζεται σε δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας για την συγκέντρωση της ιδιοκτησίας σε 1700 μεγάλες επιχειρήσεις σε 45 τομείς της ρωσικής οικονομίας το καλοκαίρι του 2003 και προσανατολίζεται στα ιδιωτικά μονοπώλια. Oι συγγραφείς παραθέτουν:

«Οι τομείς επιλέχθηκαν με βάση το μέγεθός τους προκειμένου η έρευνα να καλύψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας. Οι 45 τομείς αντιπροσωπεύουν το 40% της ρωσικής απασχόλησης.»

Οι τομείς περιλαμβάναν εξόρυξη, βιομηχανική παραγωγή, κατασκευές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, δηλαδή το μεγαλύτερο φάσμα της οικονομίας. Το τελικό δείγμα για την ανάλυση βασίστηκε σε 32 τομείς που αντιστοιχούν στο 50% της εργατικού δυναμικού και 77% των συνολικών πωλήσεων. Η συγκέντρωση της παραγωγής σε 22 ρωσικά μονοπώλια (έχουμε αναφερθεί ήδη σε ορισμένα από τα σημαντικότερα) που έλεγχαν τον κλάδο της εξόρυξης τo 2004 (καθένα απ’ απ’ τα οποία ή απασχολεί πάνω από 20.000 εργαζόμενους ή έχει έσοδα από πωλήσεις πάνω από 700.000 δολάρια), είχε ως εξής: περίπου το 42% του εργατικού δυναμικού του δείγματος απασχολούνταν σε επιχειρήσεις των 22 μονοπωλίων. Επιπρόσθετα, το 39% των χρονιάτικων πωλήσεων του δείγματος αφορούσε τα 22 μονοπώλια. Tέλος οι συγγραφείς τονίζουν ότι οι 10 από τα 22 μονοπώλια κατείχαν το 60,2% των μετοχών του χρηματιστηρίου της Ρωσίας τον Ιούνη του 2003.

Εδώ πρέπει να παραμερίσουμε μια ενδεχόμενη παρανόηση που τονίζει και ο Λένιν στο βιβλίο του [«Ο Ιμπεριαλισμός. ανώτατο στάδιο του ιμπεριαλισμού», τ.27, σελ. 318]. Οι 1700 γιγαντιαίες επιχειρήσεις στους κλάδους της βιομηχανίας και γενικά της ρωσικής οικονομίας δεν αφορούν μερικές δεκάδες επιχειρήσεις σε κάθε κλάδο. Μια εξαιρετική ιδιότητα στην ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξής του ρωσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι ο συνδυασμός, δηλαδή, όπως γράφει ο Λένιν: «η συνένωση σε μια επιχείρηση διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, που αποτελούν είτε διαδοχικές βαθμίδες στην επεξεργασία της πρώτης ύλης, είτε επεξεργασίες που παίζουν βοηθητικό ρόλο η μια σχέση με την άλλη.»

Ο συνδυασμός που αντικατοπτρίζει τη βαθμίδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης μιας χώρας όπου η υψηλή συγκέντρωση και συσσώρευση κεφαλαίου οδηγεί στα μονοπώλια δεν υπάρχει σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες παραμένουν μια χούφτα χωρών που διαμοιράζουν τον πλανήτη σε σφαίρες επιρροής λόγω ακριβώς αυτής της ιδιότητας. Η πλειοψηφία των χωρών είναι είτε χώρες εξαρτημένες, μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης (π.χ. Ελλάδα, Ουκρανία, Ισπανία, Πορτογαλία, Τουρκία, Ινδία, Μεξικό, Βραζιλία), είτε μισοαποικίες (π.χ. υποσαχάριες χώρες). Στις εξαρτημένες μεσαίου ανάπτυξη χώρες τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής συμπληρώνει την βιομηχανική αλυσίδα των ξένων μονοπωλίων. Ακόμη και εκεί που υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση εργοστασίων στις λεγόμενες ισχυρά βιομηχανικά αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ. Ινδία, Βραζιλία), και πιο σύνθετες γιγαντιαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις ηλεκτρονικών στην Ανατολική Ασία (Νότια Κορέα, Ταϊβαν) κυριαρχούν ασφυκτικά τα μεγάλα ξένα μονοπώλια στον ιδιοκτησιακό έλεγχο, πράγμα ολοφάνερο από την έκρηξη του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων και των εξαγορών με προέλευση της ιμπεριαλιστικές χώρες (π.χ. Ιαπωνίας, ΗΠΑ, ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στην περίπτωση της Ανατολικής Ασίας) [4]. Στην περίπτωση της Νότιας Κορέας η εξαγορά βιομηχανικών επιχειρήσεων από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών πραγματοποιήθηκε μαζικά μετά την κρίση του 1998, όταν η κεφαλαιοποίηση των επιχειρήσεων αυτών (το άθροισμα του συνόλου των μετοχών τους) έπεσε στα τάρταρα. Παραθέτουμε απόσπασμα από την κατατοπιστική μελέτη πάνω στην εξαγωγή κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών χωρών στην Νότια Κορέα και στη διαμόρφωση της βιομηχανίας της του Frédérique Sachwald [5]:

«Οι εξαγορές από ξένους πυροδότησαν την εθνική αντιπαράθεσης την Κορέα σχετικά με περιουσιακά στοιχεία που χαρίζονταν σε ξένους. Αμέσως μετά την κρίση, ο οικονομολόγος Paul Krugman υποστήριξε ότι οι πολυεθνικές είχαν εκμεταλλευθεί τη χρηματοπιστωτική κρίση για την εξαγορά ασιατικών εταιρειών σε τιμές ξεπουλήματος.[…] Υπολόγισε ότι οι εισηγμένες κορεατικές εταιρείες είχαν έχασαν το 70 τοις εκατό της αξίας τους σε δολάρια μέχρι το τέλος του 1997»

Στις εξαρτημένες χώρες, στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις συνήθως κυριαρχεί μόνο πρωταρχικό τμήμα της εξόρυξης και ενίοτε πιο αναβαθμισμένη λειτουργία της κατεργασίας πρώτης ύλης και κομμάτι της μεταποίησης. Ακόμη και εκεί που υπάρχει αναπτυγμένη βάση της μεταλλουργίας, δεν υπάρχει παραγωγή μηχανών. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες μοίρασαν και μοιράζουν τις χώρες του πλανήτη σε σφαίρες επιρροής για την τοποθέτηση του κεφαλαίου τους που είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο από το κεφάλαιο των υπόλοιπών χωρών και την εξασφάλιση αγορών για τα εμπορεύματά τους που είναι ασύγκριτα περισσότερα από τις υπόλοιπες χώρες. Δεν αφήνουν άλλες χώρες που βρίσκονται υπό την επιρροή τους να φτάσουν στο επίπεδό τους. Γιατί έτσι εξασφαλίζουν μονοπωλιακά κέρδη, αγοράζοντας φτηνά τις πρώτες τους ύλες, ρουφώντας την μεγαλύτερη υπεραξία που προσφέρουν τα χαμηλά μεροκάματα των χωρών αυτών, και βέβαια πουλώντας τα ολοκληρωμένα βιομηχανικά τους εμπορεύματα σε υψηλές τιμές.

Η μικρότερη παραγωγικότητα που εμφανίζουν οι εξαρτημένες χώρες, ακριβώς επειδή δεν έχουν φτάσει στη βαθμίδα συγκέντρωσης της παραγωγής των ιμπεριαλιστικών χωρών, εξασφαλίζει την σταθερή υπεροχή μιας χούφτας ιμπεριαλιστικών χωρών στον πλανήτη. Αυτός ο διεθνής καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας που κατατάσσει τις χώρες σε ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες έσπασε μόνο από λαϊκές επαναστάσεις που εκφυλίστηκαν αργότερα. Η «Λαϊκή Δημοκρατία» της Κίνας έγινε μια ιμπεριαλιστική χώρα, ακριβώς επειδή πριν εκφυλιστεί σε μια κρατικοκαπιταλιστική χώρα, απέβαλε τα δεσμά της πλήρους εξάρτησης των ιμπεριαλιστικών χωρών και συγκρότησε τη δική της βαριά βιομηχανία με τη καταλυτική συμμετοχή και στήριξη της σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ.

Το καθεστώς του Κρεμλίνου

Τη δεκαετία του 2000 το ρωσικό κράτος υπό τον έλεγχο του καθεστώτος του Kρεμλίνου άρχισε να ενισχύει την συμμετοχή του στις βασικές βιομηχανίες όλων των κλάδων, όπως και στον τραπεζικό κλάδο. Ο στόχος της ρωσικής κυβέρνησης ήταν η ενίσχυση των βασικών πυλώνων της ρωσικής οικονομίας με λεφτά των φορολογουμένων, δηλαδή με αφαίμαξη του βασικού υποζυγίου της φορολογίας: την εργατική τάξη. Οι μεγιστάνες του κεφαλαίου δεν έχαναν, αντιθέτως κέρδιζαν, πουλώντας τμήμα των μετοχών τους, εξασφαλίζοντας ρευστό για επιχειρήσεις που είχαν λάβει σε ένα μικρό κλάσμα της αξίας τους, αναδιατάσσοντας το χαρτοφυλάκιό τους σε μετοχές άλλων επιχειρήσεων. Θυμίζουμε ότι ο Αμπράμοβιτς εξασφάλισε τη Sibneft καταβάλλοντας περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια και την πούλησε 13 δισεκατομμύρια δολάρια στο ρωσικό κράτος το 2005.

Το καθεστώς του Κρεμλίνου υπηρετεί πλήρως τις ανάγκες των ρωσικών μονοπωλίων. Προήλθε ως ιστορική αναγκαιότητα πάνω στο αναπόφευκτο έδαφος της ασυδοσίας των μεγιστάνων του κεφαλαίου που γεννήθηκαν από το άγριο πλιάτσικο στη δημόσια περιουσία την περίοδο της απότομης μετάβασης από τον κρατικό καπιταλισμό στον καπιταλισμό χωρίς το κρατικό περίβλημα και στην ανάγκη να υποταχτεί πλήρως η εργατική τάξη στην κατεύθυνση του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και των αντιδραστικών αλλαγών στο εργασιακό τομέα. Στον κύκλο του Γιέλτσιν, οι πρώτοι μονοπωλητές συγκρούονταν ασταμάτητα για το ποιος θα έχει τον έλεγχο της πρωθυπουργίας, την εύνοια για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεών τους, καταχρεώνοντας τον κρατικό κορβανά, οδηγώντας τη Ρωσία σε πτώχευση. Το βάρος της κρίσης έπρεπε να το πληρώσει για άλλη μια φορά η εργατική τάξη της Ρωσίας. Το επιτελείο του Πούτιν  σταθεροποίησε την εξουσία αυτή, αξιοποιώντας έντονα την κοινωνική δημαγωγία εναντίον των «ασύδοτων ολιγαρχών». Παραθέτουμε μερικές εκφράσεις που χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Πούτιν το 2000:

«Σε μια συνέντευξη στη γαλλική “Le Figaro” που δημοσιεύθηκε στις 26 Οκτωβρίου, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν είπε ότι οι επιχειρηματίες μεγιστάνες επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης για να εκβιάσουν το κράτος και “αν χρειαστεί θα καταστρέψουμε εκείνα τα μέσα που επιτρέπουν αυτόν τον εκβιασμό”, ανέφερε το Reuters. Ο Πούτιν απάντησε σε ερώτηση σχετικά με την κριτική που του ασκούσε ο Μπόρις Μπερεζόφσκι. "Το κράτος έχει στα χέρια του ένα ρόπαλο που το χρησιμοποιεί για να χτυπήσει μόνο μία φορά, αλλά στο κεφάλι. Δεν έχουμε χρησιμοποιήσει αυτό το ρόπαλο ακόμα. Απλώς το κραδαίνουμε... [Αλλά] τη μέρα που θα θυμώσουμε πραγματικά, δεν θα διστάσουμε να το χρησιμοποιήσουμε», ανέφερε ο Πούτιν σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων.»

Η σχηματισμένη μονοπωλιακή αστική τάξη της Ρωσίας παρέδωσε τα ηνία του πολιτικού ελέγχου και της εκτελεστικής εξουσίας σε ένα καθεστώς που εξασφάλισε ένα μίνιμουμ πλαίσιο «υγιούς ανταγωνισμού» μεταξύ τους χωρίς «νονούς» και «προστάτες» για την παραπέρα εξέλιξη των μονοπωλίων και της ρωσικής οικονομίας. Το καθεστώς αυτός συγχωνεύεται με τις κορυφές της διοίκησης των ισχυρότερων μονοπωλίων εξόρυξης πετρελαίου-αερίου και των τραπεζών. Δρα ως «συλλογικός κεφαλαιοκράτης μονοπωλητής» που σχεδιάζει ως ένας ακόμη μάνατζερ τις επενδύσεις σε τμήμα της οικονομίας.

 

Ο Χοντορκόφκσι στη δίκη του

Σε αυτό το πλαίσιο συνεχίζονται οι χρηματιστηριακές μανούβρες και οι απάτες σε βάρος των ρώσων εργαζομένων, η λεηλασία της απλήρωτης εργασίας τους, της υπεραξίας που παράγουν προς όφελος, όμως, του ρωσικού ιμπεριαλισμού σαν σύνολο. Η μορφή αυτής της κρατικής παρέμβασης δεν πραγματοποιήθηκε όπως στον αμερικανικό κοινοβουλευτισμό με δυο κυρίαρχα κόμματα (δημοκρατικούς, ρεπουμπλικανούς) που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, αλλά διαθέτουν και τα δυο την εύνοια των χρηματιστικών κολοσσών και υπηρετούν εξίσου υποτακτικά τα συμφέροντά τους, αλλά με ένα κόμμα που βρίσκεται σταθερά στη κυβέρνηση και μια συστημική αντιπολίτευση (το θλιβερό «Κομμουνιστικό» Κόμμα του Ζιουγκάνοφ) που λειτουργεί καθαρά ως αμορτισέρ των κοινωνικών κραδασμών, εξωραίζοντας πλήρως την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ρωσίας, ιδιαίτερα σήμερα που στηρίζει την εισβολή του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία. Το καθεστώς του Κρεμλίνου είναι η δικτατορία των ρώσων μεγιστάνων του κεφαλαίου, του ρωσικού χρηματιστικού κεφαλαίου με έναν δημοκρατικό μανδύα με επίφαση εκλογών. Ο αμερικανικος κοινοβουλευτισμός είναι η δικτατορία των αμερικανών μεγιστάνων του κεφαλαίου, του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου με έναν αντίστοιχο δημοκρατικό μανδύα, που κάθε τέσσερα χρόνια ο αμερικανικός καλός επιλέγει σταθερά ανάμεσα σε δυο κόμματα της αμερικανικής ολιγαρχίας του πλούτου.

Ασφαλώς, το πλαίσιο του «υγιούς ανταγωνισμού» που προσέφερε το καθεστώς του Κρεμλίνου δεν σφυρηλατήθηκε με χάδια και πειθώ. Οποιος μονοπωλητής παρεξέκλινε από τις απαιτήσεις του καθεστώτος του Κρεμλίνου υφίστατο διωγμούς. Το καθεστώς του Κρεμλίνου επιφυλάσσει την ωμή βία σε όσους αντιδρούν στην οικονομική του στρατηγική, με τον ίδιο τρόπο που την επιφυλάσσει στους εργάτες όταν αντιδρούν σε αντεργατικές ανατροπές. Στην περίπτωση της Υukos, o Χοντορκόφσκι που θεωρείτο ο μεγαλύτερος μεγιστάνας του κεφαλαίου στη Ρωσία μετά το 2000, ήρθε σε αδυσώπητη σύγκρουση με τον Πούτιν γιατί δεν υποτασσόταν στις φιλοδοξίες του πρώτου, να ευθυγραμμίσει τη στρατηγική της Υukos με τη Rosneft και τη Gazprom. Πλήρωσε τη στάση του με πολυετή φυλάκιση για απάτες και φοροδιαφυγή και με χρεοκοπία της Υukos, που εξαγοράστηκε με μικρό αντίτιμο από τη Rosnetft και την Gazprom, εταιρίες στις οποίες το χρηματιστηριακό πακέτο ελέγχου ανήκει στο ρωσικό κράτος. Τον δρόμο του ακολούθησαν κι άλλοι, όπως ο μεγιστάνας του κεφαλαίου Μπερεζόφσκι, που συμμετείχε ενεργά σε όλες τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις του Γιέλτσιν, στο πλάι του Ανατόλι Τσουμπάις (θεμελιωτή του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, διαθέτοντας δυτικές συστάσεις και περγαμηνές) και μάλιστα συνέβαλε στην ανάδειξη του άγνωστου τότε Πούτιν στην πρωθυπουργία. Οταν, όμως, δοκίμασε να αντιδράσει στο σχηματιζόμενο καθεστώς του Κρεμλίνου το 2000, το σκοτεινό του παρελθόν (δεν υπάρχει μονοπωλητής στη Ρωσία που δεν έχει σκοτεινό παρελθόν με οικονομικές απάτες) έφτασε σε φάκελο στη γενική εισαγγελία της Μόσχας, πυροδοτώντας έρευνα για ανακρίσεις. Εγκατέλειψε τη Ρωσία και το 2013 βρέθηκε απαγχονισμένος στο σπίτι του.

Η εθνικοποίηση τμήματος της παραγωγής με εξαγορά πακέτου μετοχών επιχειρήσεων δεν είναι ρωσικής έμπνευσης, ούτε αφορά κάποια «σοβιετική» αναβίωση, όπως γράφουν τα παπαγαλάκια της Δύσης που απευθύνονται σε μικροαστούς φιλισταίους. Η αστική κυβέρνηση των εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία εθνικοποίησε με εξαγορά το μεγαλύτερο κομμάτι της βιομηχανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να ενισχύσει τα μονοπώλια και την χρηματιστική ολιγαρχία με τα λεφτά των βρετανών φορολογουμένων. Οι εθνικοποιήσεις του Πούτιν ωχριούν μπροστά σε αυτές των βρετανών εργατικών. Οταν σημαντικό τμήμα της βρετανικής εξορυκτικής βιομηχανίας (κυρίως άνθρακα) άρχισε να αποκτά χρέη και να χάνει την ανταγωνιστικότητά της απέναντι στις βιομηχανίες που αναπτύσσονταν στην ανατολική Ασία με εξαγωγή κεφαλαίου, δεν δίστασε να την κλείσει τη δεκαετία του 80 με τη Θάτσερ να προσανατολίζει την οικονομία της Μεγάλης Βρετανίας -με την ενίσχυση και εποπτεία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού- στη συγκρότηση μιας τεράστιας χρηματιστηριακής αγοράς παραγώγων και αγοράς συναλλάγματος στο City του Λονδίνου απ’ τις οποίες το χρηματιστικό κεφάλαιο της Μεγάλης Βρετανίας αποκτά τεράστια κέρδη σε προμήθειες για τη μεσολάβηση των τοποθετήσεων και συνολικά η Μεγάλη Βρετανία αρκετές πληρωμές που αντισταθμίζουν (χώρια από τις υπόλοιπες υπηρεσίες) εδώ και μια δεκαετία το 1/3 περίπου του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Διαβάζουμε από την αρμόδια υπηρεσία της βρετανικής βουλής:

«Το 2020 οι εξαγωγές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ήταν αξίας 61,8 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ οι εισαγωγές ήταν αξίας 15,9 δισεκατομμύρια λίρες, με αποτέλεσμα το εμπορικό πλεόνασμα 45,8 δισεκατομμυρίων λιρών. Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αποτελούσαν το 21% όλων των εξαγωγών υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 10% του συνόλου των εισαγωγών υπηρεσιών το 2020».

Επίσης διαβάζουμε για το 2021:

«Το 2021, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου ανήλθαν συνολικά σε 625 δισεκατομμύρια £ και οι εισαγωγές ανήλθαν σε 654 δισεκατομμύρια £. Η ΕΕ αντιπροσώπευε το 42% των βρετανικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και το 45% των εισαγωγών το 2021. Το Ηνωμένο Βασίλειο γενικά εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει, πράγμα που σημαίνει ότι έχει εμπορικό έλλειμμα. Ένα έλλειμμα 156 δισεκατομμυρίων λιρών στο εμπόριο αγαθών αντισταθμίστηκε από πλεόνασμα 127 δισεκατομμυρίων λιρών στο εμπόριο υπηρεσιών το 2021. Το συνολικό εμπορικό έλλειμμα ήταν 29 δισεκατομμύρια στερλίνες το 2021»

 

Πηγές πέραν των προαναφερόμενων

[1] Establishment of Financial-Industrial Groups in Russia at the turn of the 20th-21th centuries, Lutoshkin S.A., RUDN Journal, 2017

Ίδρυση Χρηματοοικονομικών-Βιομηχανικών Ομίλων στη Ρωσία στη μετάβαση του εικοστού προς τον εικοστό πρώτο αιώνα

πηγή στα ρωσικά εδώ

 https://journals.rudn.ru/russian-history/article/download/15762/14347

[2] Anastasia Gnezditskaia (2005) ‘Unidentified Shareholders’: the Impact of Oil Companies on the Banking Sector in Russia, Europe-Asia Studies

Anastasia Gnezditskaia (2005) «Μέτοχοι που δεν έχουν αναγνωριστεί»: ο αντίκτυπος των εταιρειών πετρελαίου στον τραπεζικό τομέα στη Ρωσία, Μελέτες Ευρώπης-Ασίας

[3] Ownership concentration in Russian industry, Sergei Guriev, Andrei Rachinsky (2004)

Συγκέντρωση της ιδιοκτησίας στη Ρωσική Βιομηχανία

https://www.researchgate.net/profile/Sergei-Guriev/publication/4812472_Ownership_concentration_in_Russian_industry/links/0046351cbf0d04091c000000/Ownership-concentration-in-Russian-industry.pdf

[4] FDI as a Factor of Economic Restructuring: The Case of South Korea Françoise Nicolas, in A. Bende-Nabende, (ed.), International Trade, Capital Flows and Economic Development in East Asia: The Challenge in the 21st Century, London, Ashgate, 20Α

Αμεσες Ξένες Επενδύσεις ως Παράγοντας του Οικονομική Μετασχηματισμού: Η περίπτωση της Νότιας Κορέας, Françoise Nicolas

[5] FDI and the Economic Status of Korea: The Hub Strategy in Perspective Frédérique Sachwald, in Confrontation and Innovation on the Korean Peninsula, Korea Economic Institute, 2003

https://www.ifri.org/sites/default/files/atoms/files/fdi_economic_status_korea.pdf

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σημειώσεις πάνω στον σύγχρονο καπιταλισμό, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό

Για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό (συγκεντρωτικό)

Λαϊκός Επαναστατικός Πόλεμος Ισπανία - Λαϊκό Μέτωπο: 1936 - 1939