Οταν ο μικρός Λυσιέν έγραφε διηγήματα


 
 
Του φώναζε να ξυπνήσει. Τον θερμοπαρακαλούσε. Ο χτίστης κάτω είχε βάλει μπρος ξανά το κομπρεσέρ. Από την Κυριακή η ίδια κατάσταση. Ο Νίκος ήταν παραζαλισμένος. Δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα, αλλά ούτε μπορούσε να σηκωθεί. Ο θόρυβος, όμως, παρατεταμένος και διαπεραστικός τον είχε ξεσηκώσει. Σηκώθηκε αλαφιασμένος. Στάθηκε μπροστά της. Η Κατερίνα ήταν λιγότερο κουρασμένη αλλά ήθελε να κοιμηθεί κι άλλο. Το πρόσωπό της ήταν όμορφο. Είχε καστανά μαλλιά. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, και ελαφρά πρησμένα, τα μαγουλά λίγο μεγαλούτσικα και ροδαλά. Παρά τη συνολική αδυναμία του, την ποθούσε εκείνη τη στιγμή. Της έκανε έρωτα το βράδυ. Δεν την περίμενε. Η επίσκεψή της ήταν αναπάντεχη την ώρα που δούλευε πάνω στο βιβλίο του. Ηθελε να τελειώσει το προτελευταίο κεφάλαιο. Αλλά της δόθηκε αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Τώρα με το πέπλο του νυχτερινού ύπνου πάνω της, παρέμενε ελκυστική. Μια ηλιαχτίδα έπεσε στα μάτια της. Την ενοχλούσε και γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη. Ο Νίκος έκλεισε την κουρτίνα και της έδωσε ένα φιλί στο στόμα.
Πετάχτηκε στο μπάνιο. Ηθελε να ξυριστεί, αλλά δεν είχε κουράγιο ούτε να κατουρήσει. Ντύθηκε στα γρήγορα με τα χτεσινά του και άνοιξε την πόρτα.
Στο ισόγειο, στην είσοδο της πολυκατοικίας συνάντησε τον χτίστη. Τα μάτια του Νίκου ήταν κόκκινα από την αϋπνία. Σαν να ‘χε αίμα στο λευκό του ματιού. Οι κύκλοι τεράστιοι και σκοτεινοί. Η όψη του ήταν τρομακτική. Ο χτίστης ατρόμητος από φυσικού του, δεν του έδωσε σημασία, αν και αντιλαμβανόταν το σκοπό της πρωϊνής επίσκεψης.
"Φίλε, σε παρακαλώ, σταμάτα το, θέλω να σου μιλήσω".
"Τί συμβαίνει;"
"Αν είναι δυνατόν, σταμάτησέ το σήμερα, δε μπορεί να το παίρνεις σερί και Κυριακή. Δεν κοιμόμαστε καθόλου."
Ισα που αποκρίθηκε "καλά", κοιτάζοντας με περιφρόνηση τον άστατο φοιτητή.
“Για σήμερα μόνο η Κατερίνα θα έχει την ησυχία της”, σκέφτηκε ο Νίκος.
Αρχισε να διασχίζει τη λεωφόρο. Η πόλη είχε προ πολλού ξυπνήσει. Αυτοκίνητα και περαστικοί περνούσαν ασταμάτητα μπροστά του με φόντο το γκρι των πολυκατοικιών. Τα χρώματα μονότονα, μαύρα και γκρίζα, δεν ξεχώριζαν. Ολα συνενώνονταν σε μια απροσδιόριστη, άμορφη μάζα με υπόκρουση ένα έντονο βουητό από τις μηχανές των αυτοκινήτων. Η μονοτονία έσπαγε μόνο στα σημεία της νησίδας που διαχώριζε τη λεωφόρο, εκεί που στέκονταν οι μοναδικές μορφές που ξεχώριζαν στα μάτια του: τα ολόρθα και ατάραχα πεύκα.
Σε δυο ώρες είχε εργαστήριο στη σχολή. Ηθελε να πάρει τσιγάρα από το παντοπωλείο απέναντι. Στάθηκε στις εφημερίδες. Διαβαζε:
"Τρόμος στη Κίνα. Ο νέος ιός εξαπλώνεται ραγδαία, σκορπίζοντας το θάνατο".
Είχε διαβάσει μόνο ανταποκρίσεις στα Διεθνή των εφημερίδων για τον SARS και του είχε προξενήσει εντύπωση πως στον εικοστό πρώτο αιώνα μια σπάνια ίωση προκαλούσε το θάνατο σε νέους ανθρώπους. Οι άνθρωποι ήταν εντελώς ανυπεράσπιστοι έναντι του ιού. Δεν υπήρχαν φάρμακα, ούτε εμβόλια. Επρεπε να προφυλάγονται, να κρατάνε αποστάσεις, να φοράνε μάσκες. Ο ιός καραδοκούσε παντού.
“Tί περίεργο”, συλλογίστηκε, “οι άνθρωποι εκεί κρατάνε τις αποστάσεις για να σωθούν, κι εμείς τις κρατάμε για να μένουμε μόνοι στην ησυχία μας.”
Μόλις που πρόλαβε να φτάσει στη σχολή στην ώρα του, πριν πάρει απουσία στο εργαστήριο της Ηλεκτρονικής.
"Μπα, δεν έχουμε κέφια σήμερα", ρώτησε με αυθάδεια ο κολλητός του, που τον περίμενε στον πάγκο τους.
"Πιάσε την πλακέτα άσε τα αστεία", του απάντησε ο Νίκος…
Είχε αρχίσει και ζεσταίνεται. Κόπος, ιδρώτας, να βγει το σχέδιο. Ασφυκτική αίθουσα. Ο παλμογράφος έδειχνε επιτέλους την παλμοσειρά ενισχυμένη στην έξοδο του τρανζίστορ.
“Αυτό ήταν. Τελος για σήμερα. Την επόμενη φορά να μιλάς περισσότερο Νίκο. Σε έχουμε χάσει.”, του είπε ο κολλητός του.
Νύσταζε. Βγήκε στο κυλικείο. Είχαν αρχίσει τα πηγαδάκια.
"Τί έγινε Νικολάκη, τα έμαθες τα νέα; Θα έχουμε πορεία την Πέμπτη; Θα ‘ρθεις;"
"Ξενυχτάει ο Νίκος ρε, όχι σαν κι εσένα, διαβάζει τα βράδια, γράφει, χάνεται στα λογοτεχνικά του. Που καιρός για νέα."
"Χα χα, μάλλον η Κατερινούλα του εξαντλεί όλες τις λογοτεχνικές ανησυχίες"
Γελούσαν όλοι. Ο Νίκος χαμογέλασε. Αλλά στα πειράγματα, ενώ άλλοτε απαντούσε με πειράγματα και στίχους και σατυρικές ατάκες από την επικαιρότητα, τώρα δεν είχε ψυχική δύναμη για τίποτα. Βαριόταν. Με μια κίνηση για να ανάψει το τσιγάρο του, βρήκε αφορμή να απομακρυνθεί από την ομήγυρη και τους εγκατέλειψε. Είχε ωραία μέρα. Προτιμούσε να περπατήσει στο βουνό, παρά να κλειστεί στο αμφιθέατρο. Απουσία έπαιρνε μόνο στο εργαστήριο.
Μετά τη βόλτα, δεν είχε όρεξη για τίποτα. Η Κατερίνα θα είχε μάθημα μέχρι αργά στη Φιλοσοφική. Τα σεντόνια είχαν ακόμη τη μυρωδιά της. Επεσε για ύπνο να αναπληρώσει λίγο για το βραδινό που έχασε. Μετά το σεξ, η Κατερίνα είχε αποκοιμηθεί. Αυτός κάθισε ξανά μπροστά στον υπολογιστή. Εγραφε ως τις 4 τα ξημερώματα ασταμάτητα ένα μικρό μυθιστόρημα.
Λάτρευε τη λογοτεχνία από μικρός. Πρόσφατα είχε ξεκοκαλίσει τις Χαμένες Ψευδαισθήσεις και αγαπούσε πολύ τον ήρωα του Μπαλζάκ. Ενας φέρελπις ποιητής εγκαταλείπει την επαρχιούλα του, αναζητώντας τη δόξα στο Παρίσι. Αλλά στη πόλη του Φωτός θα συναντήσει τις αξεπέραστες δυσκολίες που συναντούν, όλοι όσοι θέλουν να ανυψωθούν στην τέχνη. Κοινοί θνητοί να γίνουν αιώνιοι εραστές της. Και οι προσδοκίες του νεαρού ήρωα τελικά χάνονταν στα χαλκεία των κίτρινων φυλλάδων του τύπου, στα κυκλώματα των κριτικών τέχνης, που άλλοτε εξυμνούν άθλιους σκηνοθέτες και άλλοτε αξιοποιούν την ικανότητά τους στη γραφή να θάβουν ανθρώπους άξιους, ανάλογα με την περίσταση και το κέφι του αφεντικού τους.
Τώρα απόγευμα τα μάτια δεν δυσκολεύονταν να κλείσουν. Και ο ύπνος δεν ήταν βαρύς, τόσο όσο χρειαζόταν για να μην δει όνειρο.
Ηταν στο ξέφωτο από ψηλά. Σαν αυτό που συνάντησε στη βόλτα του στο βουνό.
Κι έβλεπε την πόλη του. Ο ήλιος της χαμογελούσε.
Τώρα ήταν φοιτητής. Κάποια στιγμή θα τα εγκατέλειπε όλα αυτά. Αυτό ένιωθε κι έτρεμε στην ιδέα. Ηταν 2003 και ήθελε 2 χρόνια ακόμη για το πτυχίο.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σημειώσεις πάνω στον σύγχρονο καπιταλισμό, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό

Για την ισχυροποίηση της παλαιστινιακής αντίστασης στη Δυτική Οχθη –Η Φωλιά των Λεόντων

Γιατί η Γάζα θα γίνει ο τάφος του σιωναζισμού