Πως το χρηματιστικό κεφάλαιο μιας χούφτας ιμπεριαλιστικών χωρών απλώνει τα πλοκάμια του σε όλο τον πλανήτη (Μέρος Πρώτο)

Ο γράφος της διασύνδεσης δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων του πλανήτη με το χρηματιστικό κεφάλαιο μιας χούφτας ιμπεριαλιστικών χωρών το 2007

Τα πυρά των δυτικών καλαμαράδων εναντίον των ρώσων «ολιγαρχών» (στην πραγματικότητα πρόκειται για μεγιστάνες του ρωσικού μονοπωλιακού κεφαλαίου) που καταληστεύουν το ρωσικό λαό κρύβουν τα εγκλήματα των δυτικών μεγιστάνων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, τους κολοσσούς του χρηματιστικού κεφαλαίου των δυτικών ιμπεριαλιστικών χωρών που λεηλατούν την υπεραξία των εργαζομένων των χωρών τους και των εξαρτημένων χωρών του πλανήτη. Τα δυτικά παπαγαλάκια, μετά την συντονισμένη προπαγανδιστική επίθεση που σάλπισε το επιτελείο του Μπάιντεν, καταγγέλλοντας τους ρώσους «ολιγάρχες», προσπαθούν να σβήσουν τις μνήμες από τη φιλολογία που αναπτύχθηκε αναπόφευκτα στη κρίση του 2009 για τους χρυσοκάνθαρους των μεγάλων αμερικανικών χρηματοπιστωτικών κολοσσών. Πέρασαν δεκατρία χρόνια από την εποχή που με έκτακτη κρατική χρηματοδότηση από τον κρατικό κορβανά (δηλαδή από τη φορομπηξία στα εργατικά και λαϊκά μισθωτά στρώματα) που άγγιζε τρισεκατομμύρια δολάρια, καλύπτονταν τα δυσθεώρητα χρέη των χρηματιστικών κολοσσών τη στιγμή που η ανεργία αυξανόταν ραγδαία, η εργατική τάξη συνθλιβόταν από το βάρος της κρίσης και μεγάλο τμήμα των μικροαστικών στρωμάτων κατέρρεε οικονομικά. 

Η ολιγαρχία των κολοσσών του χρηματιστικού κεφαλαίου που διαφεντεύουν σήμερα τις βασικές ιμπεριαλιστικές χώρες και επεκτείνουν τα πλοκάμια τους στις εξαρτημένες χώρες του πλανήτη μέσω του συστήματος της συμμετοχής, δηλαδή της κατοχής του πακέτου ελέγχου μετοχών των εισηγμένων επιχειρήσεων μέσω πολυδαίδαλων «μητρικών- θυγατρικών-εγγονών» εταιριών που εναλλάσσονται σε μια τεράστια πυραμίδα, προέκυψε από τη συγχώνευση του βιομηχανικού κεφαλαίου συγκεντρωμένου στα μονοπώλια και του τραπεζικού κεφαλαίου που κάλυπτε τις ανάγκες του πρώτου. Ο έλεγχος που έχει κάθε ισχυρός χρηματιστικός κολοσσός από τις ιμπεριαλιστικές χώρες σε αυτό το δίκτυο, εκτείνεται πέρα από την εμφανιζόμενη κεφαλαιοποίησή του.

Σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου

Ο κύκλος αναπαραγωγής του παραγωγικού κεφαλαίου (οι φώτο των δυο γνωστών ηθοποιών Τζέρεμι Αϊρον και Αλ Πατσίνο είναι από το κινηματογραφικό ανέβασμα του σεξπηρικού έργου «Ο έμπορος της Βενετίας», όπου ο Αλ Πατσίνο παίζει τον τοκογλύφο Σάιλοκ)

 

Πριν ατενίσουμε τη διεθνή δυναμική του χρηματιστικού κεφαλαίου, οφείλουμε να σταθούμε εν συντομία στις βασικές οικονομικές πτυχές του μονοπωλιακού καπιταλισμού που αποκρύπτουν τα παπαγαλάκια της χρηματιστικής ολιγαρχίας στον πλανήτη και βέβαια, όσοι τα αναπαράγουν νομίζοντας ότι ο μαρξισμός είναι μια «πεθαμένη θεωρία» ή το βιβλίο του Λένιν «ξεπερασμένο» για τον σύγχρονο μονοπωλιακό καπιταλισμό. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τα χρηματιστήρια δεν παράγουν νέες αξίες. Η υπεραξία, η απλήρωτη εργασία, που εξασφαλίζει κέρδη σε όλη την τάξη των κεφαλαιοκρατών και ανάμεσά τους σε αυτούς που ξεχωρίζουν και ελέγχουν το χρηματιστικό κεφάλαιο, παράγεται αποκλειστικά από την εργατική τάξη στη βιομηχανία.

Το παραγωγικό κεφάλαιο (το βιομηχανικό κεφάλαιο στο οποίο παράγεται αποκλειστικά η υπεραξία απ’ την εργατική τάξη) μετατρέπεται σε εμπόρευμα που πουλάει ο βιομήχανος με πίστωση στο εμπορικό κεφάλαιο. Ο έμπορος παραλαμβάνει το βιομηχανικό εμπόρευμα, παραδίδοντας στον βιομήχανο μια συναλλαγματική, μια οφειλή πληρωμής σε μελλοντική χρονική στιγμή. Το εμπορικό κεφάλαιο διοχετεύει το βιομηχανικό εμπόρευμα στην αγορά και το μετατρέπει σε χρήμα, πραγματοποιώντας την υπεραξία και ιδιοποιείται γι’ αυτό το λόγο τμήμα της υπεραξίας από τον βιομήχανο ως εμπορικό κέρδος. Οι εμποροϋπάλληλοι, που ανήκουν και αυτοί στην εργατική τάξη -κατά καιρούς διαφορετικές ομάδες στη «μαρξιστική» φιλολογία του τόπου μας ισχυρίζονται εντελώς αυθαίρετα ότι όποιος δεν παράγει υπεραξία δεν είναι εργάτης, αυτό δεν προκύπτει βέβαια από πουθενά. Παραγωγή δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς διανομή και το αντίστροφο-, βοηθούν με την εργασία τους στην πραγματοποίηση της υπεραξίας. Δεν παράγουν νέες αξίες στο βαθμό που η εργασία τους δεν συνδέεται με την μεταφορά εμπορευμάτων που μεγαλώνει την αξία του τελικού εμπορεύματος. Με το χρήμα που παραλαμβάνει ο βιομήχανος από την προεξόφληση της συναλλαγματικής του εμπόρου στις τράπεζες, πληρώνει μισθούς και προμηθεύεται νέες πρώτες ύλες. Κάποιος άλλος έμπορος πουλάει πρώτες ύλες στο βιομήχανο με πίστωση, λαμβάνοντας συναλλαγματική κ.ο.κ

Οσο ενισχύεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο βιομήχανος χρειάζεται ολοένα και λιγότερα εφεδρικά διαθέσιμα σε ρευστό (χρήμα ως μέσο κυκλοφορίας) προκειμένου να ανοιχτεί σε νέες επενδύσεις και να επεκτείνει την παραγωγή του, εξασφαλίζοντας δάνεια από τις τράπεζες και υπογράφοντας συναλλαγματικές (ή αξιοποιώντας άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα πληρωμής και συμβόλαια) για την εξασφάλιση πρώτων υλών. Το ίδιο ισχύει και για τους εμπόρους. Οταν οι τράπεζες προεξοφλούν συναλλαγματικές, κρατάνε ως τόκο τμήμα της οφειλόμενης πληρωμής. Το τμήμα αυτό μεγαλώνει όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διάρκεια μέχρι την λήξη της προθεσμίας της πληρωμής.

Σε αυτό τον κύκλο της αναπαραγωγής του παραγωγικού κεφαλαίου η υπεραξία διαμοιράζεται σε όλη την τάξη των καπιταλιστών σε βιομηχανικό κέρδος για τους βιομήχανους, εμπορικό κέρδος για τους εμπόρους, τόκο για τις τράπεζες και γαιοπρόσοδο για τους καπιταλιστές που διαθέτουν τη γη στα κτήρια της βιομηχανίας, νοικιάζοντάς τα. Oταν δεν κυριαρχούσαν ακόμη τα μονοπώλια, οι τράπεζες έπαιζαν ρόλο μεσολαβητή για τις πληρωμές των καπιταλιστών. Προεξοφλούσαν συναλλαγματικές και συμψήφιζαν κεντρικά τις χρεωστικές τους απαιτήσεις τους σε συναλλαγματικές και επιταγές και παρείχαν δάνεια. Τη περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού ανάμεσα στη τάξη των καπιταλιστών άρχισαν να ξεχωρίζουν συγκεκριμένοι τραπεζίτες και βιομήχανοι που στο κύκλο αναπαραγωγής του παραγωγικού κεφαλαίου ιδιοποιούνταν το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας λόγω της κεφαλαιακής τους υπεροχής. Εξασφάλιζαν το *μονοπωλιακό κέρδος*, κέρδος μεγαλύτερο από το μέσο κέρδος που αντιστοιχεί στο γενικό ποσοστό κέρδους κατόπιν της εξίσωσης που επιφέρει ο ανταγωνισμός σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, ενώ οι μη μονοπωλητές καπιταλιστές κατέληγαν σε κέρδη μικρότερα του μέσου κέρδους.

[*Ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός οδηγεί στην εξίσωση του γενικού ποσοστού κέρδους σε όλους της κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας. Η τιμή ενός εμπορεύματος στον ελεύθερο ανταγωνισμό (όταν δεν υπάρχουν μονοπώλια) κυμαίνεται γύρω από την τιμή παραγωγής: κόστος παραγωγής συν το μέσο κέρδος που αντιστοιχεί στο γενικό ποσοστό κέρδους. Ισοδύναμα, για ίδια κεφάλαια, τοποθετημένα σε ίδιους ή διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, το μέσο κέρδος είναι ίδιο. Στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, τα μονοπώλια πουλάνε τα εμπορεύματά τους σε μονοπωλιακή τιμή. Η μονοπωλιακή τιμή είναι το κόστος παραγωγής συν το μονοπωλιακό κέρδος, που είναι μεγαλύτερο από το μέσο κέρδος. Οι μονοπωλητές καπιταλιστές, λόγω ακριβώς της μονοπωλιακής τους θέσης, ανταγωνίζονται για υψηλότερα κέρδη από το μέσο κέρδος, και οι μη μονοπωλητές καπιταλιστές ανταγωνίζονται συνήθως για μικρότερα κέρδη από το ίδιο το μέσο κέρδος που αντιστοιχεί στο γενικό ποσοστό κέρδους.*

**Παρατήρηση: κάποιοι «μαρξίζοντες», επηρεασμένοι από τον Αντόνιο Νέγκρι κι άλλους αναθεωρητές, αυθαίρετα θεωρούν ότι στον μονοπωλιακό καπιταλισμό ο νόμος της αξίας καταστρατηγείται τη σημερινή εποχή. Δεν έχουν καταλάβει ότι με τη δική τους «συλλογιστική» ο νόμος της αξίας δεν ίσχυε ποτέ, ακόμη και την περίοδο που διατυπωνόταν από τον Μαρξ. Η τιμή ενός εμπορεύματος στον ελεύθερο ανταγωνισμό δεν κυμαινόταν ποτέ γύρω από την αξία του, ισοδύναμα τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που χρειάζεται για να παραχθεί. Στον ελεύθερο ανταγωνισμό η υπεραξία διαμοιράζεται στους κεφαλαιοκράτες ανάλογα με την κεφαλαιακή τους ισχύ.

Ο Μαρξ βαθμιαία με τη δύναμη της αφαίρεσης μας οδηγεί στο Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου στη σύνδεση του νόμου της αξίας με τον νόμο του κέρδους. Στον Πρώτο και το Δεύτερο Τόμο εξετάζονται βασικά φαινόμενα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με την υπόθεση ότι υπάρχει μόνο βιομηχανική αστική τάξη και τα εμπορεύματα πουλιούνται στην αξία τους. Ακόμη και στην αρχή του Τρίτου Τόμου ο σχηματισμός του γενικού ποσοστού κέρδους και του μέσου κέρδους, καθώς και η διατύπωση του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους εξετάζονται με την αφαίρεση ενός κόσμου όπου υπάρχουν μόνο βιομήχανοι και βιομηχανικοί εργάτες, αίροντας την υπόθεση ότι τα εμπορεύματα πουλιούνται στην αξία τους. Στη συνέχεια του Τρίτου Τόμου, βαθμιαία εμφανίζονται όλοι οι καπιταλιστές και όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα (αγρότες, γαιοκτήμονες κτλ…), επιβεβαιώνοντας την ισχύ όλων νόμων που εξετάστηκαν νωρίτερα υπό τις συνθήκες αφαίρεσης.

Στο μονοπωλιακό καπιταλισμό οι μονοπωλητές καπιταλιστές παίρνουν ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι της παραγόμενης υπεραξίας απ’ αυτό που θα τους αντιστοιχούσε σε μια σχέση γενικής αναλογικότητας ως προς την κεφαλαιακή τους ισχύ. Ο νόμος της αξίας διατηρεί την ισχύ του στο ακέραιο γιατί περιγράφει όλα τα βασικά φαινόμενα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ακόμη και αν δεν υπάρχει μια σταθερή συναρτησιακή σχέση ανάμεσα στο βιομηχανικό κέρδος και την παραγόμενη υπεραξία για συγκεκριμένες συνθήκες λόγου της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο (ανά κλάδο). Μας αρκεί: α) η καθολική και εξαντλητική περιγραφή όλων των φαινομένων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με τους νόμους που διατύπωσε ο Μαρξ στους τρεις τόμους του «Κεφαλαίου» του, βασισμένος στη θεωρία της αξίας και β) ότι το άθροισμα όλων των αξιών όλων των παραγόμενων εμπορευμάτων σε ένα χρόνο ισούται με το άθροισμα των τιμών τους (είτε αυτές είναι μονοπωλιακές τιμές, είτε τιμές παραγωγής **]

 Οι τράπεζες που ως την αυγή του ιμπεριαλισμού τέλη δεκάτου ενάτου αιώνα, αρχές εικοστού έπαιζαν ρόλο μεσολαβητή στις πληρωμές των καπιταλιστών άρχιζαν να συγκεντρώνουν υπό τον έλεγχό τους, τους τραπεζικούς λογαριασμούς όλων των επιχειρήσεων και των πολιτών. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν τα τραστ και τα καρτέλ που επένδυαν τεράστια ποσότητα κεφαλαίου που κατείχαν σε συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα, αρχικά για να δανειοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους. Τα τραπεζικά ιδρύματα που υπερίσχυσαν στον άγριο ανταγωνισμό χρηματοδοτούσαν με ευνοϊκούς όρους τα μονοπώλια. Νέα τραπεζικά ιδρύματα δεν μπορούσαν να σταθούν στον ανταγωνισμό γιατί χρειάζονταν τεράστια ποσά καταθέσεων προκειμένου να εξασφαλίζουν σημαντικά δάνεια για τους πελάτες τους. Οι καταθέσεις των τραπεζών σχηματίζονται από τις καταθέσεις όλων των τάξεων, και βέβαια των ίδιων των επιχειρήσεων. Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τις καταθέσεις για να παρέχουν δάνεια σε καπιταλιστές και πολίτες. Οσο πιο μεγάλα ποσά σε καταθέσεις έχουν, τόσο περισσότερα και μεγαλύτερα δάνεια μπορούν να παρέχουν, τόσο μεγαλύτερα κέρδη εξασφαλίζουν. Δεν κερδίζουν μόνο με αυτόν τον τρόπο. Οπως αναφέραμε πριν μεσολαβούν σε όλες τις μεγάλες αγοραπωλησίες εμπορευμάτων μεταξύ καπιταλιστών, κερδίζοντας με προεξόφληση συναλλαγματικών (ή άλλον συμβολαίων με πίστωση) οι οποίες θα πληρωθούν στο μέλλον. Επίσης έχουν έσοδα από την συμμετοχή τους σε μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων. Τέλος, μια άλλη σημαντική πηγή εσόδων σήμερα είναι η κεφαλαιοποίηση εσόδων σε νέους τίτλους που τους πουλούν στη χρηματιστηριακή αγορά, για την οποία θα μιλήσουμε στο Δεύτερο Μέρος.

 

Σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου

Χρηματιστήριο και μονοπωλιακός καπιταλισμός

Στη κατεύθυνση της συγχώνευσης του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου συνέβαλε αναμφίβολα το χρηματιστήριο. Στα διοικητικά συμβούλια των εισηγμένων βιομηχανικών εταιριών άρχισαν να μπαίνουν στελέχη των συγκεκριμένων τραπεζών που συνεργάζονταν με τα καρτέλ και έτσι γεννήθηκε το χρηματιστικό κεφάλαιο και η χρηματιστική ολιγαρχία. Τα καρτέλ και μονοπώλια στη παραγωγή και τη διανομή συνέστηναν εταιρίες και άρχισαν να εκδίδουν μετοχές τις οποίες αγόραζαν μαζικά τα ισχυρά τραπεζικά ιδρύματα. Μια σημαντική πηγή κέρδους για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό ήταν το ιδρυτικό κέρδος. Η κεφαλαιοποίηση των εταιριών, δηλαδή το άθροισμα των τιμών των μετοχών που εξέδιδαν ήταν πολύ παραπάνω από την αξία του πάγιου και κυκλοφορούντος κεφαλαίου τους, δηλαδή του πραγματικού κεφαλαίου των εταιριών.

Τα έσοδα των μετοχών είναι ένα κεφαλοποιημένο έσοδο και αντιστοιχούν στις μετοχικές εταιρίες σε πλασματικό και όχι πραγματικό κεφάλαιο (παρότι -όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω- υπάρχει σχέση ανάμεσα στο πρώτο με το δεύτερο), εκφράζοντας τις προσδοκίες για μεγαλύτερες αυξήσεις κερδών στο μέλλον. Ο Μαρξ γράφει στο Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου [Κεφάλαιο 29: Ενότητα Συστατικά Μέρη του Τραπεζικού, σελ. 589]

«Το σχηματισμό του πλασματικού κεφαλαίου τον ονομάζουν κεφαλαιοποίηση. Κεφαλαιοποιούν κάθε εισόδημα που επαναλαμβάνεται τακτικά, υπολογίζοντάς το με βάση το μέσο επιτόκιο, σαν έσοδο που θα απόφερε ένα κεφάλαιο μέσα σε ένα χρόνο αν το δάνειζαν με το επιτόκιο αυτό.»

Γενικά, καθώς πέφτει το βασικό επιτόκιο δανεισμού το πλασματικό κεφάλαιο που αντιστοιχεί στο κεφαλαιοποιημένο έσοδο, που προκύπτει από το κέρδος του πραγματικού κεφαλαίου, αυξάνει. Στην αντίθετη περίπτωση, καθώς αυξάνει το βασικό επιτόκιο δανεισμού το πλασματικό κεφάλαιο μειώνεται. H αλλαγή συντελείται αυθόρμητα κατά την αγοραπωλησία των μετοχών στις οποίες ο πωλητής ή αγοραστής υπολογίζει την τιμή της μετοχής που θα πουλήσει ή θα αγοράσει ως συνάρτηση του κεφαλαιοποιημένου εσόδου που πιστεύει ότι θα αποφέρει το μέρισμά της. Το μέρισμα είναι τμήμα των κερδών της μετοχικής επιχείρησης που επιστρέφει ετήσια στους μετόχους της. Το υπόλοιπο τμήμα των κερδών κρατιέται για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, με επέκταση σε νέες επενδύσεις. Το μετοχικό κεφάλαιο ή αλλιώς η κεφαλαιοποίηση μιας επιχείρησης (το άθροισμα των τιμών όλων των μετοχών μιας εισηγμένης εταιρίας) δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης αλλά στο πλασματικό κεφάλαιο που αντιστοιχεί στο κεφαλαιοποιημένο έσοδο του μερίσματος.

Οι εισηγμένες εταιρίες στο χρηματιστήριο παρουσιάζουν διαφορετική κεφαλαιοποίηση και διαφορετικές μερισματικές αποδόσεις (μερισματική απόδοση είναι ο λόγος του μερίσματος προς τη τιμή της μετοχής) με κλίμακα που ξεκινάει από 2% και χαμηλότερα (αποδόσεις αμερικάνικων κρατικών ομολόγων, μεγάλων βιομηχανικών κολοσσών σαν τις “big techMicrosoft, Apple, Google, Amazon) ενδιάμεση 4% και φτάνει ή ξεπερνάει το 8%. Οσο πιο ψηλή είναι η κεφαλαιοποίηση μιας μετοχικής εταιρίας και όσο πιο ψηλά είναι οι προσδοκίες για τη κερδοφορία της, τόσο μικραίνει η μερισματική απόδοση και η επένδυση σε μετοχές των συγκεκριμένων εταιριών θεωρείται περισσότερο ασφαλής. Καθώς τα νέα για μεγαλύτερη κερδοφορία αυξάνουν τις προσδοκίες για συγκεκριμένες μετοχές, η μεγαλύτερη ζήτηση γι’ αυτές αυξάνει τις τιμές τους. Στην αντίθετη περίπτωση πέφτει η τιμή των μετοχών. Σε αυτή την κατεύθυνση οι χρηματιστικοί κολοσσοί στρατολογούν έναν στρατό από καλαμαράδες που φροντίζουν νυχθημερόν να λένε τα πιο απίθανα ψέματα για τις επιδόσεις των εταιριών τους, προκειμένου να παρασύρουν τους μετόχους στην κατεύθυνση που θέλουν.

Μερισματική απόδοση της Microsoft. Η κεφαλαιοποίηση της Microsoft το 2021 είχε ξεπεράσει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια

 
Μερισματική απόδοση της ΙΒΜ. H κεφαλαιοποίηση της ΙΒΜ το 2021 ήταν 119,86 δισεκατομμύρια δολάρια.

 

Οι μερισματικές αποδόσεις σταθεροποιούνται γύρω από συγκεκριμένους μέσους όρους για μεγάλο χρονικό διάστημα μηνών ή και χρόνου. Οσο το επιτόκιο δανεισμού είναι χαμηλό οι καπιταλιστές διευρύνουν το χαρτοφυλάκιό τους, αγοράζοντας μετοχές από εταιρίες με υψηλότερες μερισματικές αποδόσεις. Οταν τα επιτόκια ανεβαίνουν, π.χ. λόγω ύφεσης, οι μέτοχοι κατευθύνονται ξανά στις ασφαλείς τοποθετήσεις και η τιμή των μετοχών των επισφαλών τοποθετήσεων μειώνεται.

Ο Μαρξ επισημαίνει:

«Η αυτοτελής κίνηση της αξίας αυτών των τίτλων ιδιοκτησίας, όχι μόνο των κρατικών χρεογράφων, αλλά και των μετοχών, ενισχύει την επίφαση ότι αποτελούν πραγματικό κεφάλαιο, δίπλα σε εκείνο το κεφάλαιο και σε εκείνη την απαίτηση, τίτλοι των οποίων μπορεί να είναι. Η αγοραία αξία τους καθορίζεται διαφορετικά από την ονομαστική τους αξία, χωρίς να συνδέεται με τις αλλαγές της αξίας του πραγματικού κεφαλαίου [..]

Η αγοραία αξία αυτών των χαρτιών είναι εν μέρει κερδοσκοπική, γιατί δεν καθορίζεται μόνο με τα βάση τα πραγματικά κέρδη, αλλά υπολογίζεται από τα πριν με βάση τα αναμενόμενα κέρδη της επιχείρησης. […]»

Πλάι στο χρηματιστήριο αξιών, που είναι το βασικό «αποταμιευτήριο» της αστικής τάξης ανθίζει το χρηματιστήριο εμπορευμάτων που αγγίζει όλες τις βασικές πρώτες ύλες της βιομηχανίας (πετρέλαιο, αέριο, σιδηρομετάλλευμα, ατσάλι, νικέλιο, πλατίνα. κ.α.) καθώς και τα βασικά αγροτικά εμπορεύματα. Η χρηματιστηριακή αγορά επηρεάζει τα συμβόλαια που κλείνονται με πίστωση για παραγγελίες βιομηχανικών εμπορευμάτων, καθώς και αγροτικών εμπορευμάτων, επηρεάζοντας το εισόδημα των φτωχών αγροτών στις εξαρτημένες χώρες που ξεκληρίζονται μαζικά γιατί δεν μπορούν καν να βγάλουν καν το κόστος παραγωγής. Τα αγροτικά εμπορεύματα είναι πρώτη ύλη για τη βιομηχανία του αναπτυγμένου Βορρά που ελέγχουν τα μονοπώλια και συμπιέζουν τις τιμές προς τα κάτω.

Ο Μαρξ τονίζει για τους χρηματιστηριακούς τίτλους:

«Εφόσον η υποτίμηση ή η ανατίμηση αυτών των χαρτιών είναι ανεξάρτητη από την κίνηση της αξίας του πραγματικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν, ο πλούτος ενός έθνους είναι ακριβώς τόσο μεγάλος, όσο ήταν πριν και μετά από την υποτίμηση ή την ανατίμησή τους».

Την περίοδο του ιμπεριαλισμού η κεφαλαιακή υπεροχή των μονοπωλίων ανακατανέμει συνεχώς το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγόμενης υπεραξίας στη βιομηχανία προς όφελος των χρηματιστικών κολοσσών. Η υψηλή τους κεφαλαιοποίηση δεν εκφράζει απλώς προσδοκίες για μεγαλύτερα κέρδη στο μέλλον, αλλά για υπερίσχυση στους κλάδους που δραστηριοποιείται η εταιρία, για επικράτηση σε διεθνείς αγορές όπου εξάγει μαζικά κεφάλαιο

Με τη μεγαλύτερη επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 80, μετά την κατάργηση της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας του Bretton Woods και την κατάργηση προγενέστερων φραγμών στην εξαγωγή κεφαλαίου (βασικές εταιρίες σε εξαρτημένες χώρες ανήκαν νωρίτερα σε κρατικές επιχειρήσεις και δεν μετοχοποιούνταν, βλέπε εδώ ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΣΕ), άρχισε να απλώνεται η αγορά παραγώγων, στην οποία η αγοραπωλησία τίτλων δεν εκφράζει δικαίωμα ιδιοκτησίας σε μελλοντικά κέρδη εταιριών. Η αγοραπωλησία στην αγορά παραγώγων αφορά αγοραπωλησία τίτλων που δεν έχουν κανένα υλικό αντίκρισμα σε έλεγχο της παραγωγής. Αντιθέτως κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, οι τίτλοι συναρτώνται με τη διακύμανση βασικών πρώτων υλών της βιομηχανίας και βασικών όρων της οικονομίας σε μια μελλοντική χρονική στιγμή, π.χ. μελλοντικές τιμές βασικών εμπορευμάτων στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων, τη μελλοντική συναλλαγματική ισοτιμία που η διακύμανσή της επηρεάζει τις διεθνείς αγοραπωλησίες εμπορευμάτων, αφού το εμπορικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο πρέπει να αγοράσει συνάλλαγμα προκειμένου να πραγματοποιήσει πληρωμές σε ξένο νόμισμα στις διεθνείς αγορές και το επιτόκιο δανεισμού είδαμε πόσο σημαντικό είναι για τις επενδύσεις σε μετοχές.

Kόντρα στις πομφόλυγες για «καπιταλισμό καζίνο» που αναπτύχθηκαν μετά την διεθνή κρίση του 2009, η ραγδαία επέκταση της αγοράς παραγώγων προέκυψε ως ανάγκη για την αντιστάθμιση του ρίσκου από τις αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο αξιών σε μια χρονική περίοδο τεσσάρων δεκαετιών όπου οι βασικοί όροι της διεθνούς αγοράς και οι τιμές των πρώτων υλών της βιομηχανίας ήταν ασύγκριτα ασταθείς σε σχέση με την μεταπολεμική περίοδο του Bretton Woods. Την ίδια στιγμή η επέκταση αυτή ανοίγει τεράστια περιθώρια κερδοσκοπίας από μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται τις τοποθετήσεις βιομηχανικών κολοσσών διεθνώς, αφού οι τοποθετήσεις κεφαλαίου στην αγορά παραγώγων έχει λιγότερους φραγμούς από το χρηματιστήριο αξιών (οι μετοχές των επιχειρήσεων είναι πεπερασμένες) και οι τοποθετήσεις κεφαλαίων στην αγορά παραγώγων επηρεάζουν με τη σειρά τους τις τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο αξιών και εμπορευμάτων. Τα παράγωγα αποτελούν σημαντικό μέρος του χαρτοφυλακίου των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των βασικών χρηματιστικών κολοσσών των βασικών ιμπεριαλιστικών χωρών και όπως θα δούμε ακόμη των σημερινών μονοπωλίων, όπως οι “big tech”. Σημαντικό τμήμα του ισολογισμού των βρετανικών και αμερικανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι παράγωγα. Εδώ πλέον το πλασματικό κεφάλαιο χάνει κάθε σχέση από το πραγματικό κεφάλαιο. 

Εξαίρεση εδώ αποτελούν οι τίτλοι που είναι κεφαλαιοποιημένα έσοδα πάνω σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες των τραπεζών, π.χ. τα γνωστά CDOs (Collateralized Debt Obligation) σε όσους ζήσαμε έντονα τη φιλολογία της κρίσης του 2009 (μη ξεχνάμε τους νεότερους αγωνιστές που τότε ήταν έφηβοι). Εν προκειμένω, ο όρος παράγωγο εκφράζει μόνο το γεγονός ότι οι αξίες τους προέρχονται από έναν υποκείμενο όρο του ενεργητικού των τραπεζών (π.χ. δάνειο προς καπιταλιστές ή πολίτες). Οι συγκεκριμένοι τίτλοι παραγώγων εκφράζουν την κεφαλαιοποίηση εσόδων από τόκους δανείων που παραχωρούν οι τράπεζες. Οι τράπεζες τα πουλούσαν και τα πουλούν ως χρηματιστηριακούς τίτλους πριν την ολοκλήρωση του κύκλου εργασίας του τοκοφόρου κεφαλαίου τους (όταν ο δανειζόμενος ολοκληρώνει την πληρωμή των τοκοχρεωλυσίων στη τράπεζα), εξασφαλίζοντας πολλαπλάσια κέρδη από τον τόκο ενός δανείου. Πριν το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης του 2009, αρκετά στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ βρίσκονταν στο κόκκινο και το πλασματικό κεφάλαιο αρκετών χαρτοφυλακίων μεγάλων μεγαθηρίων είχε μετατραπεί σε μια τεράστια φούσκα. Ετσι κατέρρευσε ο χρηματιστικός κολοσσός της Lehman Brothers.

Στο χρηματιστηριακό ανταγωνισμό οι μονοπωλιακοί κολοσσοί υπερέχουν λόγω της κεφαλαιακής τους ισχύος. Στη φάση της άνθισης (πτώσης του βασικού επιτοκίου, γιατί οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν περισσότερο τα χρηματοπιστωτικά μέσα πληρωμής και έχουν λιγότερη ανάγκη από ρευστό χρήμα ως μέσο κυκλοφορίας) τα μονοπώλια αξιοποιούν την υψηλή τους κεφαλαιοποίηση για να κατακτούν τις αγορές, ρίχνοντας προσωρινά τις τιμές των εμπορευμάτων και τα επιχειρηματικά τους κέρδη προκειμένου να συντρίψουν τους μικρότερους ανταγωνιστές τους που δεν μπορούν να σταθούν στον ανταγωνισμό. Πάροτι τα κέρδη τους προσωρινά μειώνονται, οι τιμές των μετοχών σταθεροποιούνται ή και αυξάνονται γιατί οι προσδοκίες για την κατάκτηση των νέων αγορών, άρα και μεγαλύτερα κέρδη στο μέλλον είναι μεγάλες. Στη φάση της κρίσης, διαθέτουν αρκετό ρευστό για να εξαγοράσουν όσους δεν έχουν και οι τιμές των μετοχών τους έχουν καταβαραθρωθεί. Συν τοις άλλοις, εξασφαλίζουν ευνοϊκή…μεταχείριση έναντι των ανταγωνιστών τους, «ανεξάρτητων παραγωγών», μη μονοπωλητών καπιταλιστών, έχοντας στο τσεπάκι μακροπόθεσμες, ευνοϊκές πιστώσεις από το χρηματιστικό κεφάλαιο.

Το επιπρόσθετο μονοπωλιακό κέρδος αποσπάται από τα κέρδη των άλλων καπιταλιστών, όχι μόνο εντός των ιμπεριαλιστικών χωρών, αλλά και των άλλων (κυρίως εξαρτημένων) χωρών στις οποίες εκτείνεται το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω της εξαγωγής κεφαλαίου. Στην τελευταία περίπτωση έχουμε την λεηλασία της υπεραξίας των εργαζομένων που δουλεύουν με χαμηλότερα μεροκάματα από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Σήμερα ένας μονοπωλιακός κολοσσός μπορεί να εξαγοράζει μικρότερες εταιρίες όχι με ρευστό, αλλά ανταλλάσσοντας μετοχές στη χρηματιστηριακή τους αξία, που στην περίπτωσή τους είναι πολύ μεγαλύτερη από την αξία του πραγματικού κεφαλαίου που διαθέτουν. Τα υψηλά τους κέρδη δεν προκύπτουν μόνο από τα μερίσματα που αρκετές φορές δεν καταβάλλονται καν μες στο χρόνο αλλά από τη ραγδαία αύξηση των τιμών των μετοχών στη φάση της άνθισης.

 

 

 

 

 

φφ


Σχόλια

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σημειώσεις πάνω στον σύγχρονο καπιταλισμό, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό

Για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό (συγκεντρωτικό)

Για την ισχυροποίηση της παλαιστινιακής αντίστασης στη Δυτική Οχθη –Η Φωλιά των Λεόντων