Νενέκοι του σιωνιαζισμού σας μιλάει ο εθνικός μας ποιητής

 

Εσείς που μας παρουσιάζετε την εξολόθρευση "λαθρ"εποίκων της ισραηλινής κατοχής έξω από τη Γάζα ως στυγερό, απάνθρωπο... έγκλημα. 

Εσείς που μας παρουσιάζετε τους εποίκους που ρεϊβάρουν ως δήθεν ...αθώους, σε εποικισμούς μερικών δεκάδων χιλιάδων (Σντερότ, Ασκελόν κ.οκ.), έξω από μια ασφυκτικά πολιορκημένη λουρίδα γης που στοιβάζονται 2,5 εκατομμύρια ελεύθεροι πολιορκημένοι.

Εσείς που μας ανεβάζετε συνεχως fake news σε βάρος των μαχητών της Xαμάς .

Εσείς έχετε επιλέξει δυνάστη.

Εσείς υποκλίνεστε στα πλανητικά αφεντικά σας, όπως στην εποχή του Διονύσιου Σολωμού, υπέκυπταν οι πολιτισμένοι διανοούμενοι στην Ιερή Συμμαχία.

Οπως οι φιλέλληνες της Ευρώπης, με πρωτοπόρο τον μεγάλο ποιητή του ρομαντισμού Μπάιρον στήριζαν την ελληνική επανάσταση, έτσι κι εμεις ως φιλοπαλαιστίνιοι, πιστοί στις επαναστατικές αρχές και αξίες του λαού μας, θα στηρίζουμε την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση των παλαιστινίων.

Καθείς εφ' ω ετάχθη

Από τον Υμνο Εις την Ελευθερία, του Διονύσιου Σολωμού

[...]

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πεθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
και ας είν’ άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν’ πολλά
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νάβρει η συμφορά.

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
Και στο κάστρο ν’ ανεβεί.

Μέτρα είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν.
Τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ’ , ώστε ν’ ανεβούν.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά
να, σας φθάνει, αποκριθείτε
στις νυκτός τη σκοτεινιά.

Αποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

Α! Τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί.

Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

Τ’ ακαρτέρειε. Εφαίνοντ’ ίσκιοι
αναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Όλη μαύρη μυρμηγικάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θέριασμένα
αστάχια εις τους αγρούς.
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό.

Εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν’ αίματα πηχτά,
και μες στ’ αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά,

Και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθεί.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει.
Λες και εκείθεν η ψυχή,
απ’ το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν’ γοργά.

Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.
Γι’ αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι, μη πως
από μία μεριά και απ’ άλλη
δεν μείνει ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

Και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή.
Πάνε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,
φθάνει. Έως πότε οι σκοτωμοί;

Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και Αλλά εφώναζαν, Αλλά
και των Χριστιανών τα χείλη
φωτιά εφώναζαν, φωτιά.

Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν φωτιά,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας Αλλά.

Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
Παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ’ όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

Της αυγής δροσάτι αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιό
στων ψευδόπιστων το αστέρι
φύσα, φύσα εις το σταυρό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σημειώσεις πάνω στον σύγχρονο καπιταλισμό, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό

Για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό (συγκεντρωτικό)

Για την ισχυροποίηση της παλαιστινιακής αντίστασης στη Δυτική Οχθη –Η Φωλιά των Λεόντων